ΙΟΥΛΙΟΣ 2010
Η Ελευθερία άκουσε το κουδούνι της εξώπορτας να χτυπά μέσα στο ύπνος της.
Σηκώθηκε μισοκοιμισμένη και μόρφασε από τον φρυχτό πονοκέφαλο.
«Ποιος είναι πρωί πρωί;» μουρμούρισε φορώντας τη μεταξωτή της ρόμπα.
Τη Νεφέλη την περίμενε κατά το μεσημέρι. Το κουδούνι χτύπησε ξανά.
«Τώρα!» Φωνάζει σέρνοντας τα πόδια της στο διάδρομο.
Κοίταξε από το ματάκι της πόρτας και είδε μια άγνωστη κοπέλα. Φορούσε τζιν ,μακό στενό μπλουζάκι, γυαλιά ηλίου τύπου αεροπορίας και τα καστανά μαλλιά της ήταν πιασμένα σε μια ψηλή αλογοουρά. Στο ένα χέρι της κρατούσε μια υφασμάτινη σακούλα αποθήκευσης ρούχων και στο άλλο ένα σάκο ταξιδίου.
«Μάλλον έφεραν νωρίτερα το νυφικό.» σκέφτηκε και άνοιξε.
«Ορίστε;» είπε βραχνά και κοίταξε από κοντά την νεαρή κοπέλα, που ήταν όμορφη και φρέσκια σα πρωινή δροσοσταλιά.
«Μαμά;» είπε μια οικεία και αγαπημένη φωνή που ήταν παρόμοια με αυτή της κόρης της. Αλλα εμφανισιακά δεν είχαν τίποτα κοινό.
«Λάθος κάνεις κοπέλα μου.» είπε και γύρισε νωχελικά για να κλείσει τη πόρτα.
Η κοπέλα κατέβασε τα γυαλιά της αργά και ένα παιγνιδιάρικο χαμόγελο σχηματίστηκε στα σαρκώδη χείλη της.
«Πόσο ήπιες χθες ρε μάνα, για να μην αναγνωρίζεις το παιδί σου;»
Τα μάτια της Ελευθερίας άνοιξαν διάπλατα και το σαγόνι της κρέμασε. Αυτά τα μάτια ήταν ίδια με της.........
«ΝΕΦΕΛΗ;» φώναξε σαν να μη πίστευε αυτό που έβλεπε.
Η Νεφέλη ένευσε χαμογελώντας ναζιάρικα.