Πού θες να πάμε;
- Σπίτι μου.
- Πού είναι;
- Πέρα απ' τη νύχτα... εκεί που δεν φτάνουν οι άνθρωποι.
- Εκεί που δεν φτάνουν οι άνθρωποι...
- Ναι... ξέρω πού λες...
Το αυτοκίνητο έτρεχε σαν παλαβό. Άρχισα να ψάχνω στην τσάντα μου το
εφεδρικό πακέτο. Δεν το έβρισκα. Έσκυψε δίπλα μου και άνοιξε το ντουλαπάκι. Ένα πακέτο βρισκόταν μπροστά μου. Η μάρκα μου.
- Γνωριζόμαστε;
Άναψα τσιγάρο. Γύρισα και τον κοίταξα.
- Υπάρχει σωστή απάντηση σ' αυτό;
- Η αλήθεια.
- Όχι. Όχι πριν πέσεις πάνω μου στο μπαλκόνι.
- Συγγνώμη γι' αυτό.
- Δεν έχει σημασία.
- Είχα κρυφτεί στο μπαλκόνι και όταν βγήκε σε πέρασα για άλλη και
προσπάθησα να κρυφτώ. Ανεπιτυχώς. Δεν είσαι γαλλίδα, έτσι δεν είναι;
Γέλασα.
- Όχι. Δεν είμαι. Μένω μακριά. Είναι η πρώτη μου φορά εδώ. Ήρθα για
λίγο με τους φίλους μου και σύντομα θα φύγω.
- Για πού;
- Είπαμε... εκεί που δεν υπάρχουν άνθρωποι. Υποσχέθηκες. Μην τους
παίρνεις μαζί σου. Κανείς. Μέχρι το τέλος της νύχτας.
- Και πως θα ξέρουμε πως φτάσαμε;
Ακούμπησα το χέρι μου πάνω στην καρδιά του.
- Νοιώσε την να χτυπά. Νοιώσε την απλά.... Την επόμενη φορά, που θα την
νοιώσεις χωρίς να σου θυμίσει κάποιος θα ξέρεις πως είσαι εκεί.
Το αυτοκίνητο σταμάτησε απότομα στην άκρη του δρόμου.
- Κατέβα.
Δεν ήξερα που βρισκόμασταν. Άνοιξα την πόρτα, πέταξα το τσιγάρο στο
δρόμο. Κατέβηκα. Έκλεισα την πόρτα πίσω μου και άρχισα να απομακρύνομαι.
- Στάματα!
Κοντοστάθηκα. Σιωπή. Συνέχισα να προχωρώ. Ολοένα και πιο γρήγορα μέσα
στη νύχτα. Ένα χέρι με άρπαξε και ένα άλλο πέρασε μπροστά στο στήθος μου ενώ μου ψιθύριζε στο αυτί.
- Νοιώσε την να χτυπά. Νοιώσε την απλά.
Και μετά σιωπή. Με πήρε από το χέρι και προχωρήσαμε. Μπήκαμε σε ένα σπίτι. Εκείνος προχώρησε μπροστά. Τον ακολούθησα. Εκεί στην κόψη του χρόνου. Φτάσαμε στο σαλόνι. Πλησίασα το παράθυρο.
- ακόμα ψάχνεις τους ανθρώπους; Δεν κουράστηκες ακόμη να είσαι μόνη;
Έφερε κρασί με δυο ποτήρια και με βρήκε καθισμένη στο περβάζι με τα πόδια
στο κενό να καπνίζω. Γέμισε ένα ποτήρι κρασί και μου το έδωσε. Γέμισε ακόμα ένα και για τον ίδιο και στάθηκε πίσω μου.
- Σ' αυτήν την άκρη της γης οι νύχτες δεν τελειώνουν ποτέ. Μπορεί να
ξεκουράζονται για λίγο μα δεν φεύγουν για αλλού. Καλωσόρισες σπίτι.
Γύρισα και τον κοίταξα στο ημίφως. Είχε δίκιο. Ένοιωθα την καρδιά μου.
Ήμουν σπίτι. Μέχρι το ξημέρωμα. Ακούμπησε το χέρι μου στην καρδιά του.
- Μόνος χρόνος, η καρδιά. Μόνο σπίτι, ένα κορμί που δίνεται. Έλα μαζί
μου. Μέχρι το τέλος της νύχτας. Μέχρι το τέλος των ανθρώπων. Το τέλος της μουσικής.
- Θα αντέξεις;
- Εσύ;
- Πάντα.
- Και εγώ... αλλά και αν δεν αντέξω, θα γυρίσω πάλι εδώ μια νύχτα, με ένα ποτήρι κρασί και το πιάνο, να ξαναβρώ τους ανθρώπους.
- Σου λείπουν;
- Μόνο όταν είμαι μισός.
- Τους λείπεις;
- Όχι, για αυτό είμαι ελεύθερος. Κράτησαν μια σκιά και εγώ γλιστρώ μέσα στη μουσική και χάνομαι για να με βρει κάποιος άγνωστος και να με πάει σε κάποιον αγαπημένο.
- Είσαι ευτυχισμένος;
- Είμαι εγώ και αυτό μου αρκεί.
Γύρισα στο περβάζι και βούλιαξα στην νύχτα.
- Ξέρεις τι είναι ζωή; Με ρώτησε. Αυτό που οι άλλοι απολαμβάνουν όσο εμείς φλυαρούμε. Άκουσες; Και τώρα πάμε να σου μάθω και άλλες σημαντικές λέξεις. Με άρπαξε και με σήκωσε στον αέρα.
Ποιο γράμμα είναι πρώτο στο δικό σου αλφάβητο; Μη μου πεις! (Που δεν θα πεις...) άσε με να μαντέψω! Πως το λέτε εσείς το «α»; μια λέξη από «α»... μια λέξη τόσο μεγάλη, που να κρατήσει λίγο παραπάνω από τις άλλες, ή έστω μια ανάσα, ένα χάδι περισσότερο από όσο ευχήθηκες.
Για να σκεφτώ... «α»... μια λέξη τόσο μικρή, που να χωρέσει με την ανάσα μου μέσα σου και να κρυφτεί εκεί. Μια λέξη μόνο για αυτήν εδώ τη νύχτα. Και μια σιωπή... πριν γίνει τραγούδι και αυτή και ξαναβρεί τους ανθρώπους.
YOU ARE READING
Ιστορία ενός πιάνου
RomanceA romantic story in greek. Έχει ένα παράξενο αέρα τούτο το απόγευμα. Μ' ανατριχιάζει καθώς μ' αρπάζει και εγώ ανήμπορη παίρνω τους δρόμους...