XI.

27 11 2
                                    


  Πήρε το χέρι μου και το ακούμπησε στην καρδιά του.
- Δεν θα φύγεις. Κανείς μας δεν μπορεί να φύγει από αυτή τη νύχτα.
Μια απόκοσμη ησυχία απλώθηκε στο δωμάτιο. Είναι παράξενο μερικές φορές πώς αλλάζουν οι άνθρωποι μες στη σιωπή. Τα αυτιά μου άρχισαν να βουίζουν, τα πάντα σκοτείνιασαν και λιποθύμησα.
Συνήλθα κάποιες στιγμές αργότερα με εκείνον ανήσυχο πάνω από το κεφάλι μου.
- Είμαι καλά. Μην ανησυχείς.
Προσπάθησα να σηκωθώ αλλά δεν τα κατάφερα. Με βοήθησε να ξαπλώσω στο κρεβάτι και ξάπλωσε δίπλα μου.
Γιατί πιστεύουμε πώς ό,τι δεν βλέπουμε, απλά δεν υπάρχει;
Το τηλέφωνο του χτύπησε πάλι. Το σήκωσε. Δεν μπορούσα να καταλάβω τι έλεγε. Ούτε και με ενδιέφερε. Έκλεισα τα μάτια και αποκοιμήθηκα. Ξύπνησα με ένα σημείωμα δίπλα μου και το τηλέφωνο που μου είχε αφήσει. «Τηλεφώνησέ μου όταν ξυπνήσεις». Σηκώθηκα και πήγα στο μπάνιο. Άνοιξα το ντους και μπήκα κάτω από το τρεχούμενο νερό όπως ήμουν, με τα ρούχα.
Ό,τι δεν το νοιώθεις με την αφή, σημαίνει πως δεν υπάρχει;
Έβγαλα τα βρεγμένα ρούχα και τα πέταξα στο πάτωμα. Χρόνος. Δεν χρειαζόταν τίποτε άλλο. Χρόνος και υπομονή για να ταιριάξει αλλιώς η συνήθεια.
Βγήκα τυλίγοντας μια πετσέτα στο σώμα μου και στάθηκα στο παράθυρο. Παρακολουθούσα σκιές και αυτοκίνητα να τρέχουν να προλάβουν την λήθη, την μοναξιά, το θάνατο. Την αλήθεια δεν την φτάνεις ποτέ. Αντικατοπτρισμούς της μόνο. Άνοιξα το κινητό μου. Προσπέρασα τα μηνύματα που ερχότανε βροχή και έστειλα μήνυμα στη Σοφία. «Είμαι καλά. Θέλω να μείνω μόνη.» απενεργοποίησα το κινητό και το άφησα στο κομοδίνο.
Κάθισα στο κρεβάτι και πήρα το κινητό του στα χέρια μου. Κοίταξα το φως που χανόταν σιγά - σιγά από το παράθυρο. Δεν ήθελα να του μιλήσω. Δεν ήθελα να σκέφτομαι γιατί έσπασα την υπόσχεσή μου. Την τελευταία φορά που πέταξα κάποιον στην άβυσσο της ψυχής του, χάθηκε πριν προλάβω να τον πιάσω. Όσες φορές και αν τον έψαξα το μυαλό του έμεινε φυλακισμένο στους εφιάλτες και τους δαίμονες του και το κορμί του παραπεταμένο σε ένα δημόσιο ψυχιατρείο.
Έχεις ευθύνη για τους ανθρώπους που σου αφήνονται, γυμνοί, ικέτες, που εγκαταλείπουν τα πάντα, ασπίδες, εστίες, ονόματα, χωρίς ερωτήσεις, χωρίς ενοχές, χωρίς επιστροφή. Υπάρχει αγάπη χωρίς ευθύνη; Ελευθερία επιλογής χωρίς τίμημα; Μοναξιά χωρίς επτασφράγιστα μυστικά;
Είμαστε το αθέατο, το αυλο, η καυτή ανάσα της αθανασίας στον παγετώνα του πρόσκαιρου. Μη μ' αγγίζεις. Όχι, αν δεν μπορείς να 'ρθεις μαζί μου. Αυτή τη φορά σε πρόλαβα, σε βρήκα να σε φέρω πίσω. Σε λίγο θα 'ρθεις μόνος ξανά να το ζητήσεις. Με χέρια τρεμάμενα, με φωνή αλλοιωμένη. Σαν ναρκωτικό. Να σε καταπιεί, να σε ταξιδέψει, να σε ξεβράσει εκεί που τίποτα δεν έχει σημασία πια. Το έχω δει να συμβαίνει.
Είναι τόσο μικροί, τόσο εύθραυστοι οι άνθρωποι. Χιλιάδες πολύχρωμες πεταλούδες με καψαλισμένα φτερά, που δεν έμαθε ποτέ κανείς την ύπαρξή τους, το ταξίδι τους σ' αυτή την ψευδαίσθηση. Σοφία, Πίστη, Ελπίδα, αγάπη. Τα χαράζεις πάνω σου και πας στις πόλεις των ανθρώπων. Νομάδας της ζωής, εξόριστος της αγάπης. Χωρίς αφέντη, δίχως χάδι, με ένα τραγούδι που αλλάζει συνεχώς χείλη.
Μην έλθεις σου λέω. Δεν γνωρίζεις για πού ξεκίνησες μικρή μου πεταλούδα. Πόσες μουσικές - φωτοβολίδες φύλαξες για να μη χάσεις την ψυχή σου την πιο σκοτεινή σου νύχτα; Μην έλθεις γιατί θα σε πάρω μαζί μου στο ταξίδι. Δεν έχω άλλη επιλογή. Ποτέ δεν είχα άλλη από το να μαζεύω καψαλισμένες πεταλούδες. Είσαι τα τραγούδια σου. Είμαι τα κλειδιά στην αρχή που τα αλλάζουν όλα.
Φύγε όσο έχεις ακόμα καιρό. Πριν με ζητήσει το αίμα σου, πριν με στερηθεί το κορμί σου. Πριν τρομάξεις από εκείνα που έχεις φυλαγμένα και χαθείς για πάντα. Μη μιλήσεις. Μην πεις λέξη. Μην μου απλώνεις το χέρι. Αν πέσω, πέφτεις. Και δεν θα γυρίσει πίσω κανείς να τραγουδήσει αυτό το ταξίδι.
Το τηλέφωνο στο χέρι μου άρχισε να χτυπά στους ήχους της μουσικής του. Το πήρα και κατευθύνθηκα στην πόρτα. Την άνοιξα και στεκόταν εκεί.
- Ετοιμάσου. Το ταξίδι ξεκίνησε και σου στέλνει τα πρώτα δώρα του.
Στα χέρια του κρατούσε ένα φόρεμα και ένα κουτί. Μου το έδωσε και μπήκε μέσα στο δωμάτιο.
- Είναι το καλύτερο... για σένα. Έλα μαζί μου. Αν ξημερώσει, θα φύγεις με ό,τι ήταν για σένα... από την αρχή, την πρώτη μου ανάσα, τη μουσική. Αν όχι, θα γίνεις δική μου... μέχρι το τέλος.
Άνοιξα το κουτί. Είχε ένα ζευγάρι παπούτσια και μαζί τους μια αλυσίδα για το πόδι.
- Δεν τα 'χεις γνωρίσει όλα ακόμα. Όχι αυτό που θα αφήσουμε πίσω μας. Ντύσου . Δεν θα μας περιμένουν για πάντα.
Ντύθηκα, φόρεσα τα παπούτσια και την αλυσιδίτσα στο αριστερό μου πόδι. Με κοίταζε χωρίς να μιλά. Έβγαλε μια εσάρπα και μου την έδωσε.
- Κρύψου. Απόψε ήρθα να σε συναντήσω.
Με πήρε από το χέρι και χαθήκαμε σ' ένα φως που ψυχορραγούσε.

Ιστορία ενός πιάνουWhere stories live. Discover now