IX.

27 11 1
                                    


  Φασαρία. Ποιος κάνει φασαρία πρωί-πρωί; Αφήστε με! Κρύφτηκα κάτω από τα σκεπάσματα αλλά η φασαρία συνέχιζε ακάθεκτη. Ένα τηλέφωνο. Άπλωσα το χέρι για να πιάσω το τηλέφωνο στο κομοδίνο. Το έριξα κατά λάθος στο πάτωμα αλλά το τηλέφωνο χτυπούσε ακόμα. Ανακάθισα στο κρεβάτι και προσπάθησα να καταλάβω από πού προερχόταν ο ήχος. Σηκώθηκα. Ο ήχος ερχόταν από την τσάντα μου. Την πήρα και επέστρεψα στο κρεβάτι. Την άνοιξα και είδα μέσα ένα ακόμα κινητό. Στην οθόνη αναβόσβηνε αντί αριθμού η φράση «Μίλησε μου».
- Καλημέρα.
- Καλημέρα. Έβαλα το κινητό στην τσάντα σου για να μπορέσω να σε ξαναβρώ. Δεν θα έχω για πάντα την τύχη με το μέρος μου.
- Είσαι καλά; Η κόρη σου;
- Καλύτερα από χτες.... Συγγνώμη που σου φώναξα. Δεν έφταιγες εσύ, δικό μου ήταν το λάθος.
- Δεν πειράζει. Τελείωσε.
Σηκώθηκα και κατευθύνθηκα προς την πόρτα. Την άνοιξα. Στεκόταν απ' έξω.
Με κοίταξε και έκλεισε το τηλέφωνο.
- Στην τσάντα σου είχες την κάρτα του ξενοδοχείου και το διαβατήριο. Τα ήξερα από την στιγμή, που σου άνοιξαν τα πράγματα. Χτες ξέχασες το δώρο σου. Σου το έφερα. Ορίστε. Συγγνώμη.
Το πήρα και έκανε μεταβολή να φύγει.
- Περίμενε. Έχεις χρόνο; Θες να έρθεις μέσα;
- Πρέπει να πάω στην κόρη μου.
- Όπως θέλεις.
Με πλησίασε. Με κοίταξε κατάματα και με έσπρωξε απαλά μέσα στο δωμάτιο κλείνοντας την πόρτα πίσω του.
- Θες να μου πεις τι έγινε χτες;
- ....
- Δεν ήξερες. Δεν μπορούσες να ξέρεις. Γιατί πετάχτηκες και φώναζες να ανοίξω το τηλέφωνο;
- Ας πούμε ότι είδα ένα άσχημο όνειρο.
- Ας πούμε...
- Πέρασε... τελείωσε. Αυτό έχει σημασία
- Μα δε σου είπα τι έγινε. Πώς είσαι τόσο σίγουρη ότι τελείωσε;
Πήρα το χέρι του και έκλεισα τα μάτια μου.
- Σε βλέπω τώρα;
- Όχι
- Είσαι σίγουρος;
Τράβηξε το χέρι του.
- Τι θες; Γιατί τα κάνεις όλα αυτά;
Άνοιξα την τσάντα μου. Έβγαλα το εισιτήριο
- Ορίστε. Αν και είμαι σίγουρη ότι και αυτό το ξέρεις ήδη. Φεύγω. Αύριο. Εσύ επιλέγεις.
Άνοιξα την πόρτα και του έκανα νόημα να φύγει. Με πλησίασε.
- Έλα μαζί μου. Να σου δείξω την πόλη τη νύχτα.
Έσκυψε και με φίλησε στον κρόταφο.
- Έλα. Έχω έρθει για σένα, όπως ήρθες εσύ για μένα εκείνο το βράδυ. Έλα
μαζί μου να σου δείξω τη μουσική και όταν κουραστούμε θα μου μάθεις να βλέπω. Θα σου δείξω το δρόμο, θα μου μάθεις πώς περπατάς, είπε και έσυρε την άκρη του δεξιού δείκτη στο μέτωπο, στη μύτη, στα χείλη μου. Συμφωνείς;
Έκλεισα την πόρτα.
Όλοι οι δρόμοι ζουν μαζί μας, αναπνέουν κλειδωμένοι μέσα μας. Τα «ναι», τα «όχι» και πιο πολύ η σιωπή μας. Ποιος θα μπορούσε να σου διδάξει την τέχνη της σιωπής καλύτερα από έναν μουσικό;  

Ιστορία ενός πιάνουWhere stories live. Discover now