Β. ΙΙ.

24 11 0
                                    


Βρέχει. Παράξενο αλλά όσο συνεχίζει να βρέχει θα βρίσκω πάντα τον τρόπο να γυρίζω πίσω... Χαράσσω τα βήματά μου ανάμεσα σε διάφανες σταγόνες, διάφανουςανθρώπους, αόρατες φωνές και προχωρώ. Ο χρόνος... μια ψευδαίσθηση στο κορμί, η μνήμη ένα άγγιγμα φευγαλέο. Μη μ' αγγίζεις αν δεν με γνωρίζεις, μη στέκεσαι αν δεν στέκεται μαζί σου ο χρόνος.

Βρέχει. Ίσως και να μην έχει τόση σημασία. Με ενοχλεί το φως... και αυτός ο ήχος που ακούω. Κοιτάζω έξω από το παράθυρο. Σκοτάδι και τεθλασμένο φως. Σηκώνομαι. Κάτι με τραβά πίσω. Κοιτάζω το χέρι μου με έναν ορό. Είναι απίστευτος ο σαρκασμός που κυοφορούν οι στιγμές μας. Βγάζω τον ορό και πηγαίνω στο παράθυρο. Η βροχή. Η αλήθεια. Ο χρόνος. Οι σκιές που προσπερνούν. Κλείνω τα μάτια. Μια εικόνα. Ο δρόμος.... Κατευθύνομαι προς την πόρτα. Ακούω βήματα. Μετράω. Ο χρόνος είναι μουσική αν ξέρεις να ακούς. Ανοίγω την πόρτα. Με τα χέρια να μετράς τον χρόνο. Ισχυρό, ασθενές, ασθενές. Πηγαίνω αριστερά. Ο οπλισμός στην αρχή. Προσπερνάω τις πόρτες μέχρι να βρω τη σωστή. Τυχαία σημεία αλλοιώσεως. Την ανοίγω. Πάντα ξεχνούσα τα τυχαία σημεία αλλοιώσεως. Βγαίνω στην σκάλα. Ελάσσονες. Ανεβαίνω τις σκάλες. Μετατροπίες. Φτάνω στον όροφο δίχως να με καταλάβει κανείς. Τονική, Επιτονική, Μέση, Υποδεσπόζουσα, Δεσπόζουσα, Επιδεσπόζουσα, Προσαγωγέας. Μετράω. I, IV, V. Ανοίγω την πόρτα και κατευθύνομαι προς εκείνον. Η αρμονία έχει τους δικούς της κανόνες για να μετατρέπει το μείζον σε ελλάσων. Περνώ τις πόρτες με γρήγορο βηματισμό. Αυξημένες, ελαττωμένες, διάφωνες συγχορδίες, μελωδίες, ζωές. Ανοίγω την πόρτα και στέκεται μπροστά μου, ξαπλωμένος στο κρεβάτι. Αντίστιξη. Χέρια μ' αρπάζουν και με στριφογυρίζουν, με κολλούν στον τοίχο. Κλείνω τα μάτια και ακούω την φωνή του.

- Πώς ήρθε εδώ; Φύγε!

Οι άντρες χαλαρώνουν το σφίξιμο και οπισθοχωρούν. Νοιώθω ένα κάψιμο.

Πλησιάζω στο κρεβάτι του. Του απλώνω το χέρι καθώς εκείνος συνεχίζει να φωνάζει.

- Φύγε! Το 'χες σχεδιάσει αυτό, έτσι δεν είναι; Αλλά προφανώς δεν περίμενες ότι θα καταλήξεις και εσύ εδώ. Φρόντισα όμως να μην πειράξεις κανέναν άλλον.... Για πολύ καιρό.

Δεν μπόρεσα να κρατηθώ και ξέσπασα σε γέλια. Αυτό τον εξαγρίωσε περισσότερο και με άρπαξε από το χέρι.

- Πόσα ψέματα ακόμα; Πόσα;;;;

Τα πόδια μου λύγισαν από τον πόνο. Κοίταξα το χέρι μου και συνειδητοποίησα ότι ένα σίδερο εξείχε. Αυτό το σίδηρο είχε πιάσει και προσπαθούσε να το στριφογυρίσει με όλη του τη δύναμη. Ένοιωσα ένα κρακ. Η βροχή. Είναι ώρα να γυρίσω σπίτι. Γονάτισα.

- Μια στιγμή. Ό,τι είναι αληθινό, ό,τι αξίζει, δεν κρατά παρά μόνο μια

στιγμή. Σαν τον έρωτα.

Με χτύπησε και σωριάστηκα στο πάτωμα. Το χέρι με πονούσε φρικτά. Με

σήκωσαν από το πάτωμα και με έβγαλαν έξω από το δωμάτιο. Έπρεπε να φύγω από το νοσοκομείο. Με πήγαν στο δωμάτιό μου. Με κάθισαν στο κρεβάτι και έβγαλαν ένα έγγραφο. Άρχισαν να μιλούν ταχύτατα. Δεν καταλάβαινα λέξη αλλά ήξερα τι ήθελαν. Σε λίγο μπήκε μέσα ένας γιατρός με τα δικά του χαρτιά. Άρχισε να λέει τα δικά του. Ο πόνος παραμόρφωνε τις λέξεις στο κεφάλι μου. Μου έδωσαν κάποια χαρτιά να υπογράψω. Υπέγραψα με μια μουτζούρα. Μίλησαν μεταξύ τους. Διαφωνούσαν. Η πόρτα χτύπησε. Ο βοηθός του μπήκε μέσα.

Έκλεισα τα μάτια. Χρειαζόμουν έναν δρόμο ακόμα. Οι φωνές άρχισαν να ξεθωριάζουν. Βγήκα έξω από την πόρτα, στη σκάλα, στον ουρανό, στην ελευθερία. Δεν υπάρχει πόνος, δεν υπάρχει στιγμή ούτε ονόματα. Μόνο φως.... Και ατέλειωτη βροχή.

Ο βοηθός με πλησίασε. Σχεδόν με συμπαθούσε. Άνοιξε το κινητό του και άρχισε να δίνει εντολές. Το ίδιο και οι υπόλοιποι. Ξαφνικά ένα φλας άρχισε να αναβοσβήνει, ένα μαγνητόφωνο όρμησε στον αιφνιδιασμένο βοηθό βομβαρδίζοντάς τον με ερωτήσεις. Δημοσιογράφοι... Οι αστυνομικοί απομάκρυναν τις δημοσιογράφους ενώ ο βοηθός εξαφανίστηκε. Ανάσα. Βαθιά. Σηκώθηκα. Βγήκα από το δωμάτιο και εξαφανίστηκα στην σκάλα. Το κεφάλι μου πήγαινε να σπάσει. Προσπαθούσα να κρατήσω στη θέση του το σπασμένο χέρι με το σίδηρο και να ανέβω τα σκαλιά. Η λύση του προσαγωγέα. Η λύση... Την ίδια μελωδία κουβαλάμε όλοι. Απλά μερικοί έχουν καλύτερη τεχνική. Αρμονία, αντίστιξη, φούγκα.... Φυγή. Οι φωνές που σωπαίνουν.

Βγήκα στην ταράτσα.Σημαδεμένο χαρτί. Καμένο χαρτί. Βροχή. Κοίταξα τον ουρανό. Σκοτεινός. Άφησα το χέρι μου να κρέμεται και προχώρησα. Μέχρι την άκρη της ταράτσας, το τέλος του μέτρου. Το κεφάλι μου. Ένας μετρονόμος στ' αυτιά μου. Piano....Forte.... Έκθεση, αντέκθεση, ανάπτυξη, επανέκθεση. Εκείνη η ναυτία. Ο εμετός σαν ρουκέτα εκτοξεύεται παντού. Τα πόδια μου λυγίζουν και πέφτω προσπαθώντας να στηριχτώ στο χέρι. Ένα ουρλιαχτό. Codetta. Δεν αρμόζουν τα Da Capo στη ρωγμή του χρόνου. Dux, comes, comes..... Οδηγός, ακόλουθος, ακόλουθος... Πόσοι υπότιτλοι χωρούν στο αυτονόητο; 

Ιστορία ενός πιάνουWhere stories live. Discover now