7

92 9 2
                                    


Εντόπισα εύκολα τη μαύρη Mercedes του Βασίλη παρά το σκοτάδι. Προχώρησα με αυτοπεποίθηση και χτύπησα με την κλείδωση του δείκτη μου το παράθυρο του συνοδηγού. Κοιτούσε ευθεία μπροστά και κάπνιζε – πάλι- χαμένος στις σκέψεις του. Φορούσε μαύρο πουκάμισο με γυρισμένα τα μανίκια ως τους αγκώνες και μπεζ παντελόνι. Στον χτύπο του τζαμιού γύρισε και μου έκανε νόημα να μπω μέσα με μια κίνηση του καρπού.

Άνοιξα και έκατσα αναπαυτικά στο κάθισμα δίπλα του. Τον χαιρέτησα εύθυμα και 'κείνος απλά έσκυψε και με φίλησε στο μάγουλο. Μια γλυκιά ανατριχίλα διαπέρασε τον αυχένα μου και του χαμογέλασα γλυκά. Σκέφτηκα αν θα με 'σκανάρει' πάλι, όπως όταν είχαν έρθει να μας πάρουν για να πάμε στο πάρτυ του Βασίλη. Αντιθέτως, τα μάτια του είχαν κλειδώσει στα δικά μου.

«Που θα 'θελες να πάμε;» η φωνή του είχε γίνει βαθειά και ελάχιστα βραχνή.
«Όπου θες εσύ. Εξάλλου τα μόνα μαγαζιά που ξέρω είναι αυτά που με 'χει πάει η ξαδέρφη μου και απ' όσο ξέρω τα τελευταία χρόνια έρχεσαι συνέχεια Ρόδο...»
«Έγινε, ξέρω ένα μέρος που πιστεύω θα σ' αρέσει.»

Καθώς οδηγούσε πιάσαμε κουβέντα για τα αμάξια και κυρίως για την οδήγηση. Μιας και είμαι παντελώς άσχετη και στα δύο η κουβέντα επικεντρώθηκε στο γεγονός ότι είμαι άσχετη και εκείνος προσπαθούσε να με πείσει ότι δεν είναι κάτι δύσκολο παρ' όλη την άγνοιά μου.

Βρισκόμασταν στον κεντρικό δρόμο της πόλη με κατεύθυνση – που αλλού; - προς την Παλιά Πόλη. Ο δρόμος ήταν κατάμεστος με αμάξια και σε μερικά σημεία ήμασταν σχετικά μποτιλιαρισμένοι. Μπροστά μας το φανάρι άναψε κόκκινο και σταματήσαμε πρώτοι στη σειρά. Έβαλε τον μοχλό ταχυτήτων στη νεκρά και με κοίταξε.
«Λοιπόν, με το που ανάψει πράσινο θα βάλεις πρώτη και φύγαμε.» μου είπε γελώντας.
«Έλα Βασίλη, δεν είναι αστεία αυτά!» είπα και το εννοούσα αλλά ούτε εγώ η ίδια δεν θα το πίστευα μιας και βρισκόμουν σε μια κατάσταση μεταξύ πανικού και γέλιου.
«Να, εγώ δεν ξεκινάω αν δεν βάλεις εσύ ταχύτητα!» είπε και απομάκρυνε τα χέρια του απ το τιμόνι.
«ΤΙ;;; ΕΛΑ ΡΕ ΒΑΣΙΛΗ!!!» είπα γελώντας ακόμη!
Το φανάρι άναψε πράσινο. Δυο τρία οχήματα πίσω μας άρχισαν να μας κορνάρουν.
«Έλα, πάμε με το τρία μαζί» μου είπε καθησυχαστικά και κούνησα καταφατικά το κεφάλι μου. «Ένα... Δύο... Τρία!»
Τοποθέτησα πρώτη το χέρι μου στον μοχλό και εκείνος έβαλε το δικό του από πάνω. Με μία γρήγορη κίνηση οδήγησε το μοχλό πρώτα αριστερά και ύστερα προς τα πάνω και το αμάξι ξεκίνησε με δύναμη.

Νόμος της ΈλξηςWhere stories live. Discover now