3..

860 69 0
                                    

Βγήκε από τη πόρτα του νοσοκομείου. Κοίταξε προς τον ουρανό και ψιθύρισε κάτι. Αυτό που ψιθύρισε εκείνη την ώρα ήτανε κάτι που πονούσε ακόμα και την ίδια. << Θεέ μου, δεν θέλω ούτε να σκεύτομαι πως μπορεί σε λίγο καιρό να ψάχνω την μητέρα μου στο μπλε του ουρανού>>. Μετά άρχισε να τρέχει, δεν την ένοιαζε ούτε το κρύο, ούτε ο κόσμος που βρισκόταν κάτω από πολυκατοικίες η μέσα σε καταστήματα για να μην βραχούν αλλά ούτε και οι βροχή που έπεφτε επίμονα πάνω στο πρόσωπό της που δεν σταμάτησε ούτε λεπτό να δακρύζει "ίσως η βροχή να μην πλένει τις πληγές της ψυχής μου, όμως κρύβει τα δάκρυά μου".. αυτό σκεφτόταν καθώς προσπαθούσε για ακόμη μια φορά να φύγει μακρυά απο όλους και όλα. Αυτό που ήθελε περισσότερο όμως ήτανε να φύγει από τον ίδιο της τον εαυτό που μισούσε όσο και τον υπόλοιπο κόσμο. Ήξερε πως δεν γινόταν όμως το ήθελε πολύ. 

Πήγε και έκατσε πάλι σε εκείνο το μέρος που καθότανε όταν έφευγε απο το σχολείο. Εκείνο το απομονωμένο μέρος που την ανακούφιζε με το πράσινο χρώμα των δέντρων και παραδίπλα το μικρό ποταμάκι που περνούσε απο εκεί. Για αυτό πήγαινε εκεί  ήτανε σαν παράδεισος η μάλλον σαν δικός της παράδεισος μιας και δεν είχε δει ποτέ κανένα άλλον εκεί. Σε εκείνο το μέρος δεν μπορούσε ούτε να την δει αλλά ούτε να την ακούσει  κανείς. Αυτός ήτανε ένας επιπλέον λόγος που την έκανε να αγαπάει περισσότερο το μέρος.

Δεν ήθελε να γυρίσει στο σπίτι.Δεν ήθελε καθόλου να μπει σε εκείνο το μέρος που είδε την μαμά της σε τέτοιο χάλι. Η εικόνα της μαμάς της που ήταν στο παλιό ξύλινο πάτωμα του σπιτιού τους δεν είχε φύγει ακόμα από το μυαλό της. Έμεινε εκεί . Την πήρε ο ύπνος σε ένα παγκάκι. Η βροχή είχε ηρεμήσει.  Είχε σκοτεινιάσει πλέον. Το μόνο που έφεγγε εκείνη την ώρα στον μικρό  "παράδεισο" ήτανε το φεγγάρι που ομόρφαινε ακόμα περισσότερο το μέρος, καθώς ήτανε ανάμεσα στα δέντρα και έφτιαχναν μια πολύ όμορφη θέα.

Ξημέρωσε.

Η Φαίη όταν άνοιξε τα μάτια της ταράχτηκε. Ήτανε σκεπασμένη με μία μαύρη μάλλινη ζακέτα και δίπλα της υπήρχε ένα νεαρό αγόρι 19 χρονών περίπου που την παρακολουθούσε χαμογελαστός την ώρα που ξυπνούσε.Την κοιτούσε χωρίς να λέει τίποτα διατηρώντας όμως το χαμόγελο στα χείλι του και περιμένοντας την αντίδρασή της. Όταν η Φαίη τον είδε καλά καλά τινάχτηκε απο το παγκάκι. Τα μάγουλά της κοκκίνισαν.

 Ντράπηκε. 

Η Πληγωμένη Έφηβη (Υπο διόρθωση)Where stories live. Discover now