Η μονη Λυση.

22 4 2
                                    

29 Ιουλιου. Ωρα 9.00 το πρωι.
Ακουω εναν ξαφνικο ηχο. Ακουστηκε σαν να υπαρχει προβλημα. Μια φωνη να λεει τρεμοντας: δεν υπαρχει χρονος, χαθηκαμε.
Δεν χανω λεπτο- τραβαω το σεντονι με τα δαχτυλα μου και το πεταω κατω. Βαζω παπουτσια και βγαινω εξω να βρω τον παππου. Ηταν ολο πολυ αυθορμητο.
Εκεινη την ωρα το ειδα. Το απελπισμενο- αγανακτησμενο βλεμμα του πατερα. Το αδιακριτο αυτο βλεμμα. Εβλεπα σκοταδι στην ψυχη του παππου. Δηλιασα να μιλησω. "Καθισε να σου πω" ακουω την φωνη του. Συνεχισε: Ο χρονος μετραει αντιστροφα πια και σημερα ειναι η πανσεληνος. Οταν το ρολοϊ χτυπησει 12 ακριβως θα γινει το κακο. Μαζευτηκα και τυλιχτηκα στον εαυτο μου.
Ενιωσα ενα ρηγος φοβου στην καρδια μου αλλα εχοντας λιγο θαρρος ρωτησα:
-Μαα, πως τοσα χρονια δεν συμβαίνει κατι τετοιο παππου; Δεν μπορεις να το ανατρεψεις μια ακομα φορα;
-Εκει ειναι το προβλημα. Καθυστερησα πολυ να αντικαταστησω τον εαυτο μου. Σημερα τα ξημερωματα ανοιξα το κλειδοαμπαρωμενο σεντουκι στην καταπακτη, το μερος οπου φυλασεται το μοναδικο στον κοσμο αυτο ροφημα. Πιστευα οτι ολα θα ηταν καλα. Ανοιγω το μπουκαλι και το σηκωνω καθετα απο το εδαφος, στο υψος του κεφαλιου μου. Ηταν αδειο. Χωρις αυτο δεν θα εχω την καταλληλη δυναμη να φυλακισω ξανα τους νεκρους. Θα μας φανε ολους ζωντανους. Εμειναν 22 ωρες.  Ειμαι γερος, δεν προλαβαινω να κανω τιποτα. Δεν υπαρχει ελπιδα. Τωρα ειναι αργ...
Μπλοκαρε. Εμεινε με το στομα ανοιχτο. Πιστεψα οτι κατι σκεφτηκε. "Υπαρχει μια περιπτωση να σωθουμε...

Τοτε ηταν που ενιωσα διαφορετικος. Που ενιωσα ικανος για τα παντα. Ζωντανεψα. Του ειπα οτι θα επαιρνα οποιοδήποτε ρισκο για τις ζωες ολων των ανθρωπων.
Σηκωθηκε. Ανοιξε το διαλυμένο ντουλαπακι της κουζινας με τα γερασμενα χερια του και πηρε ενα ποτηρακι. Εσπρωξε προς τα εξω την πορτα του  ψυγειου. Κατι εβαλε να πιει που ποτε δεν αναγνωρισα. Ειχε σκουρο λιλα χρωμα που εδιχνε περισσοτερο σε τριανταφυλλο παρα σε ροφημα. Με ρωτησε αν θελω. Εγνεψα αρνητικα. Το ηπιε μονορουφι και γυρνωντας το κεφαλι του προς το μερος μου, αποκρίθηκε: " εισαι η μονη λυση". Τι επρεπε να κανω ομως; "πρεπει να ταξιδεψεις στην Οκλαχομα οσο πιο γρηγορα γινεται. Στην πλατεια της οδου Κβαλιτατ.  Εκει θα συναντησεις το γεροντα Φιτζι. Ειναι παλιος φιλος μου. Πες του οτι σε εστειλα εγω και οτι χρειαζεσαι τα υλικα για το σελαϊν. Θα σε οδηγησει στο να τα βρεις. Μη χανεις καιρο, φυγε." Αυτα ειπε και εκεινη την στιγμη τα ματια μου αρχισαν να κλεινουν και να μην υπακουν στον εγκεφαλο μου. Ενιωσα να μικραινω και να ποναω σε ολοκληρη τη μαζα μου. Περασαν λιγα δευτερα καθως ακουγα διαφορες φωνες. Σταματησαν ολα. Ανοιξα τα ματια μου. Βρισκομουν στο κρεβατι του σπιτιου μου.

Το Μυστηριο Του ΧρονουWhere stories live. Discover now