I

596 142 41
                                    

Οι σκουριασμένες αλυσίδες έτριζαν, καθώς η κούνια πήγαινε όλο και πιο ψηλά.

Και ακόμα πιο ψηλά.

Τόσο ψηλά, που νόμιζε ότι αν άπλωνε το χέρι της, θα άγγιζε τον ουρανό.

Θα άγγιζε της ηλιαχτίδες του ήλιου.

Θα άγγιζε τα άσπρα, αφράτα σύννεφα.

Θα άγγιζε την ελευθερία.

Γιατί ανήκε και αυτή στην αγκαλιά του ουρανού, ένας άγγελος που είχε ξεχάσει να πετάει.

Για αυτήν η κούνια ήταν τα σπασμένα της φτερά, που την άφηναν απλώς να πάρει μια τζούρα ψευδαίσθησης από την απαγορευμένη λαχτάρα της.

Μια μέρα θα ξαναπετούσε με ή χωρίς την κούνια με ή χωρίς τα σπασμένα της φτερά.

Απλώς χρειαζόταν κάποιον για να την πιάσει όταν πέσει στα πρώτα της βήματα.

Αλλά κανείς δεν την αγαπούσε πραγματικά για να είναι εκεί για εκείνη όταν αυτή θα ήταν πια πολύ αδύναμη για να προσπαθεί.

Ήταν μια ηλιαχτίδα που είχε πέσει από την αγκαλιά του ήλιου και ήταν καταδικασμένη να φθαρεί η λάμψη της από το σκοτάδι που κυριαρχούσε στις ψυχές των ανθρώπων που κατοικούσαν σε μια ζωντανή επίγεια κόλαση.

Προσπαθούσε να μην τα σκέφτεται αυτά.

Για αυτό κάθε φορά έτρεχε στην παιδική χαρά αμέσως μετά το σχολείο, για να ξελογιάσει λίγο την θλίψη και τους δαίμονές της.

Και τα κατάφερνε, έστω και για λίγα δευτερόλεπτα, που για αυτήν φάνταζαν στιγμές αιωνιότητας.

Ο χρυσαφένιος χείμαρρος των μαλλιών της, χόρευε με τον άνεμο ακολουθώντας την από πίσω, πάνω-κάτω, με την κίνηση της κούνιας, μαστιγώνοντας το πρόσωπό της.

Τα καταγάλανα μάτια της, άστραφταν περισσότερο και από ακατέργαστα διαμάντια.

Ένα αληθινό, εκθαμβωτικό χαμόγελο στόλιζε τα χείλη της και το πρόσωπό της ολόκληρο φωτιζόταν από τις αχτίνες του ήλιου.

Όχι.

Δεν φωτιζόταν από τις ηλιαχτίδες του ήλιου.

Φωτιζόταν από το ίδιο της το είναι.

Γιατί ήταν και αυτή μια ηλιαχτίδα.

Όμορφη σαν νύμφη του δάσους, σφύζοντας από ζωή.

Και όλα αυτά γιατί ήταν χαρούμενη.

Πραγματικά χαρούμενη.

Και μόνο όταν έκανε κούνια ήταν χαρούμενη.

Πραγματικά χαρούμενη

Ή τουλάχιστον έτσι ήθελε να πιστεύει.

Αλλά δυστυχώς όπως και να έχει, όλα τα καλά και τα ωραία, κάποτε τελειώνουν και όταν τελειώσουν, δεν έχουν αίσιο τέλος.

_______________

Swing {On hold}Where stories live. Discover now