VI

127 38 16
                                    

Οι βολβοί των ματιών της τρεμόπαιξαν μέσα στις κόγχες τους καθώς η ανάσα της άρχισε να γίνεται πιο άστατη.

Παραλυρούσε από τον πυρετό εδώ και ώρα.

Το μυαλό της έμοιαζε να παραδέρνει σε μια φουρτούρα λογισμών και παραλογισμών, καθώς άναρθρες, κραυγές και ακατανόητα μουρμουρητά δραπέτευαν από τα ξερά χείλη της.

Η πραγματικότητα είχε αναμιχθεί με την ψευδαίσθηση δημιουργώντας έναν εφιάλτη βγαλμένο μέσα από
τα πιο σκοτεινά μυστικά που κουβαλούσε στην ψυχή της και από τους μεγαλύτερους φόβους που τυράννιζαν τον νου της.

Τοποθέτησε προσεκτικά ένα μουσκεμένο μαντήλι στο μέτωπό της.

Χάιδεψε απαλά μια χρυσαφένια μπούκλα των μαλλιών της, που κολλούσε στο πρόσωπό της από τον ιδρώτα, βάζοντάς την πίσω από το αυτί της.

Ένιωθε σαν ένας αβοήθητος ναυαγός στη μέση του πελάγους, αφημένος να παλεύει μόνος του με τα κύματα και την οργή της ανταριασμένης θάλασσας.

Μόνο που αυτός πάλευε με τον μεγαλύτερό του εχθρό, τον φόβο του να την χάσει.

Ένιωθε την παγωμένη ανάσα της παράνοιας να πέφτει πάνω στον ώμο του και τον παραλυτικό τρόμο της απώλειας να φυλακίζει την καρδιά του στα κοφτερά του δόντια.

Ο μεγαλύτερος και μοναδικός του φόβος άρχιζε να παίρνει σάρκα και οστά μπροστά στα ματια του.

Να την χάσει.

Να χάσει το ακόνιτό του.

Τον θησαυρό του.

Τον έκπτωτα άγγελό του.

Το βλέμμα του αγκάλιασε τρυφερά κάθε εκατοστό του κορμιού της.

Τόσο κολασμένα αθώα.

Μερικές φορές είχε την αίσθηση ότι ήταν απλώς ένας αιμοδιψής δαίμονας με την μορφή αμόλυντου αγγέλου, ένας αμαρτωλός πειρασμός σταλμένος από την άβυσσο της ακολασίας μόνο και μόνο για να κλέψει την καρδιά του, να τον βασανίσει για τις αμαρτίες του.

Ένα τόσο εθιστικά γλυκό μαρτύριο.

Ήθελε να πιστεύει ότι τον έσωζε, αλλά στην πραγματικότητα τον κατέστρεφε.

Κατέστρεφε τον σμιλεμένο πάγο
που ήταν η καρδιά του, κατέστρεφε τον τείχο από μίσος και οργή που είχε υψώσει γύρω του αποθώντας τους πάντες, κάνοντάς τον να λιώνει για εκείνη από την πρώτη στιγμή.

Την λαχταρούσε όπως ο τυφλός το φως του.

Όπως ο φυλακισμένος την ελευθερία του.

Όπως ο αμαρτωλός την εξάγνισή του.

Όπως εκείνη λαχταρούσε την κούνια του πάρκου, έτσι το σκοτάδι της ύπαρξής του λαχταρούσε το φως της ψυχής της.

"Hunter;" ακούστηκε μια μελιστάλαχτη φωνή, θυμίζοντας χορωδία αγγέλων, σπάζωντας την νεκρική σιγή που βασίλευε μέχρι τότε στο δωμάτιο.

Ξεροκατάπιε.

Ήρθε η ώρα το λευκό φως του Παραδείσου να γνωρίσει τις μαύρες στάχτες της Κόλασης.

_______________

Swing {On hold}Место, где живут истории. Откройте их для себя