Ελπίδα

48 4 2
                                    

Περπατούσε στους διαδρόμους με το κεφάλι σκηφτό και τα χέρια στις τσέπες. Όλοι γύρω της μιλούσαν, γελούσαν, έτρεχαν, όμως αυτή πήγαινε με τον δικό της ρυθμό. Τα πάντα γύρω της έμοιαζαν βουβά και το μόνο που μπορούσε να ακούσει ήταν οι σκέψεις της. Σήκωσε το κεφάλι της μόνο όταν βγήκε έξω κι αυτό για να χαιρετίσει μια φίλη. Ύστερα ξαναχαθηκε στο χάος των σκέψεων της. Άναψε ένα τσιγάρο, με την ελπίδα πως η στεναχώρια και το βάρος της ημέρας θα χαθούν. Ρουφούσε κάθε φορά τον καπνό με πάθος και τον ένιωθε να γεμίζει τα πνευμόνια της. "Λένε πως η ελπίδα πεθαίνει πάντα τελευταία, έτσι δεν είναι;", σκέφτηκε. Χαμογελώντας ελαφρά, και με μάτια νωχελικα συνέχισε να κάνει το τσιγάρο της.

"Μικρές Ιστορίες"Where stories live. Discover now