Η ώρα περνούσε και η μαμά δεν γύριζε σπίτι . Δεν μίλησα στην αδερφή μου για τις ανησυχίες μου. Αν και μεγαλύτερη είματσαν πολύ δεμένες και κοντά η μία στην άλλη μα αυτή τη χρονική στιγμή δεν ήθελα να την αναστατώσω για τις δικές μου υποψίες . Πάντως κατάλαβα πως και εκείνη διαισθανόταν πως κάτι δεν πήγαινε καλά . Τα πάντα πάνω της φανέρωναν τις σκέψεις της , καθόταν αμίλητη στο παράθυρο και κοίταζε ανέκφραστη το καταπράσσινο τοπίο . Αν και χαμένη στις σκέψεις της φαινόταν αναστατωμένη αν και πάσχιζε να μην το αφήσει να έρθει στην επιφάνεια . Έστι αποφάσισα και εγώ να πάρω τηλεφωνο τη μαμά . Στο κάτω κάτω εκείνη ήταν η μόνη που μπορούσε να με καθησυχάσει εκείνη τη στιγμή . Πήρα το τηλέφωνο και με γρήγορα βήματα κλειδώθηκα στο δωμάτιό μου . Σταθερά μα με δισταγμό πληκτρολόγησα τον αριθμό του κινητού . Καλεί . . . κάτι είναι και αυτό τουλάχιστον δεν το έχει κλειστό - σκέφτηκα . Μετά από λίγα δευτερόλεπτα βασανιστηκής αναμονής ακούστηκε η ζεστή φωνή της μητέρας μου από την άλλη μεριά της γραμμής , γεμίζοντάς με με ανακούφιση .
" Παρακαλώ ? "
" 'Ελα μαμά εγώ είμαι . . . " απάντησα με δισταγμό
" Έλα παιδί μου τί έγινε ?''
" Τίποτα απλά δεν σε βρήκα σπίτι και ανυσήχησα . .Είναι όλα καλά? "
" Θα γυρίσω και θα τα πούμε . Άντε σε φιλώ ! "
Τα ερωτήματα στριφογύριζαν περισσότερα στο κεφάλι τώρα και μετά από μια συζήτηση τύπου ανάκρισης με την αδελφή μου ανακάλυψα πως ούτε και αυτή ήξερε αν είχε γίνει κάτι . . . . Πάντως για να μην μας λένε τίποτα δεν θα είναι κάτι καλό .
Κάθε λεπτό που περνούσε έμοιαζε ατελείωτο . Όταν πια άκουσα τα κλειδιά της μητέρας μου να ανοίγουν την εξώπορτα του σπιτιού μας τινάχτηκα αυτόματα από το γραφείο μου και κατεβαίνοντας τρέχνοντας τις σκάλες, όπως ακριβώς και η αδερφή μου , βιάστηκα να τη συνατήσω για να μάθω κάτι έστω και το οτιδήποτε που θα μπορούσε να μα βγάλει από την άγνοια που τόσο μισούσα . Σιγά σιγά η μορφή της ξεπρόβαλλε καθώς εκείνη έπμαινε στο καθιστικό . Δεν ήταν η ζωηρή μητέρα που είχα γνωρίσε και αγαπήσει . Είχε αλλάξει κάτι πάνω της . Λες και ένα πέπλο θλίψης είχε σκεπάσει και κρύψει το πρόσωπό της που άλλοτε φωτιζόταν από το ολόλευκο χαμόγελό της . Γύρισα και κοίταξα την Κατερίνα είχε ανησυχήσει και αυτή . Οι ματιές μας συναντήθηκαν και είδα τον φόβο για το άγνωστο ζωγραφισμένο στα όμορφά της μάτια . Πήγα και κάθισα κοντά στη μητέρα μου στο σαλόνι . Δεν μπορούσα να βλέπω την οικογένειά μου σε τέτοια κατάσταση όταν δεν γνώριζα καν την αιτία της θλιψης τους . Ενστικτωδώς αγγάλιασα σφικτά τη μητέρα μου και της ψιθύρισα όσο πιο σιγά μπορούσα " Τί έγινε ? Γιατί δεν μας λέτε? " Η απάντηση που έλαβα χωρίς καν να το είχα συνειδητοποιήσει θα άλλαζε για πάντα τόσο τη δικιά μου ζωή όσο και της οικογένειάς μου . . . . . . . .
" Ο νονός σου . . " μου απάντησε στεγνά
" Τί έγινε ???? "
" Χτύπησε , είναι στο νοσοκομείο . . "
Τίποτα άλλο δεν μου είπε . Κατάλαβα πως για να βρίσκονται σε τέτοια κατάσταση θα έχει γίνει κάτι πολύ σοβαρό αφού η μαμά τον είχε σαν αδερφό της . Φαινόταν εξαντλημένη και έτσι δίχως να ρωτήσω κάτι άλλο την άφησα να ξεκουραστεί . Ένιωσα δύο χέρια να τυλίγονται γύρω μου με τρυφερότητα . Ήταν της αδερφής μου η οποία με παρότρυνε να πάμε κι εμείς να κοιμηθούμε αφού θα είχαμε την επόμενη μέρα σχολείο . Την ακολούθησα μην θέλοντας να αποδεχτώ πως έχει γίνει κάτι κακό . Δεν θα δεχόμουν με τίποτα να χάσω αυτόν τον άνθρωπο από τη ζωή μου ! Δεν θα το επέτρεπα !

KAMU SEDANG MEMBACA
I am a survivor, a fighter, a Queen!
Fiksi RemajaΈνα ήπιων τόνων κορίτσι , η Λίζα , μετά από ένα γεγονός που γκρέμισε την ονειρεμένη ζωή που ζούσε μέχρι τα δεκαπέντε της χρόνια αναγκάζεται από τους γονείς της να μετακομίσει μαζί τους σε μια διαφορετική πόλη και να φοιτήσει σε ένα ιδιωτικό σχολείο...