Ενότητα 1: Μερος 3

74 13 0
                                    

Περιπλανομουν σαν την άδικη κατάρα στους γεματους διαδρόμους του μικρόυ αυτου σχολείου οταν μπροστά μου είδα τον Απόλλωνα να κραταει μερικά βιβλία στο χέρι του και την τσαντα του στον ενα ώμο.  Πλησίασα γρήγορα και τον Φώναξα.  Αυτος γυρισε, με είδε και αμεσως αρχισε να βαδίζει γρηγορα μακριά μου. Ξαναφωναξα το ονομα του οταν αποφάσισα να επιταχυνω το βημα μου και να τον φτάσω
"Ει! Απόλλωνα"  ειπα καθώς τον επιασα απο τον αγκώνα απαλά
"Τι θες;"  ειπε αποτομα αποστρεφοντας το βλεμμα του απο το δικό μου
"Ει τι συμβαίνει;  Έκανα κάτι; Γιατί με αποφεύγεις.  Νταξει το ξερω πως δεν σε γνωρίζω και πως πέντε λεπτακια μιλησαμε χθες αλλα..."  δεν τελειωσα την κουβέντα μου διοτι γυρισα να δω που έβλεπε. Εβλεπε στο κενο πανω απο τους ωμους μου. Τον κοιταξα στα μάτια κανοντας μια μανουβρα για να τον κεντραρω. Αμεσως αυτός γυρισε απο την άλλη αποφεύγοντας το βλεμμα μου.
"Νομιζω σου ειπα να μην με ξαναπλησιασεις" ειπε απότομα και κοφτά. Τελικά η χθεσινή αυτή στιγμή ειχε συμβεί πραγματικά;  Δεν το φανταζόμουν;
"Απολλωνα τι λες;" ρωτησα. Ενιωσα παρεισακτη.  Ποτε δεν ειχα κανει κατι τοσο αισχρό για να με μισησει ο άλλος. Αλλά απ οτι φαίνεται υπηρχε λογος πίσω απο τις πραξεις του και σκοπευα να τον μάθω
" Χθες σου ειπα πως πρεπει να φυγεις και να μην ξαναεπιστρεψεις" ξεροκαταπια και πήγα να ελαφρύνω το κλίμα λέγοντας
"Τελικά αυτή η σκηνή εγινε ε; Δεν την φαντάστηκα;  Το δενδρολιβανο που μου εδωσες. Μαλλον πρεπει να ειμαι αλλεργική σε αυτό"  είπα
"Αλλεργική δεν νομιζω, κατι αλλο εισαι" ειπε σπρώχνοντας με και προσπερνώντας με. Δεν ειχα πληγωθεί ποτέ περισσότερο στην ζωή μου. Ακόμη και αν δεν τον γνώριζα. Δεν ήθελα να με μισεί κανείς. Εκανα τα αδυνατα δυνατα για να ειμαι αγαπητή σε ολους. Τελοςπαντων. Επιασα το πρόγραμμα μου στα χέρια μου και προχώρησα προς την ταξη που επρεπε να πάω. Δεν ηταν και τόσο δύσκολο να την βρω αλλά το πρόβλημα ειναι πως θα έπρεπε να συστηθω μπροστά σε ολη την τάξη.  Πριν προλαβω να παω να καθησω στο τελευταιο θρανιο το οποίο ήταν και αδειο η καθηγήτρια με σταμάτησε στην πόρτα φωνάζοντας δυνατά το ονομα μου
"Αλκιστης μου.  Μα τι ωραιο ονομα. Παιδιά αυτή ειναι η Αλκιστης. Αλκιστης πες μας λίγα λογια για σενα" ξεροβηξα και επανεφερα στο νου μου τα λόγια που προγραμματιζα ολο το πρωί για να πω
"Γεια σας ειμαι η Αλκιστης.."  πριν προλαβω να προχωρησω ενα αγόρι απο τα πισω θρανία κοροιδευτικα ειπε ' ναι κατι που δεν ξέρουμε; " μπερδεμενη και σοκαρισμενη απο τη πολύ  αφιλοξενη σταση των συμμαθητων μου σε αυτή την πολη συνέχισα να μιλαω.
"Ειμαι απο Αθήνα και μετακομισα εδω πριν μια βδομαδα. Μου αρεσει το μπάσκετ και να ζωγραφιζω, αν ποτε μπορουν αυτά τα δυο να συνδιαστουν"  μόλις τελειωσα εσυρα τον εαυτό μου κυριολεκτικά στο τελευταιο θρανίο το οποίο με περίμενε και κρυφτηκα πισω απο την μπροστινή κοπελα σα να προσπαθουσα να κρυφτω απο το ρεζιλικι που ειχα περάσει.  Η ώρα δεν περνουσε στα Ελληνικά.  Με είχε πιάσει και η φαγουρα στο μεσα μέρος του χεριου μου και χωρις να το καταλαβω αρχισα να το ξινω ανελεητα. Σε καποια φάση πόνεσα. Μορφασα και εκανα πανω το μανίκι μου για να δω την ζημια που ειχα κάνει με το γδαρσιμο. Αυτό που αντικρυσα με ξαφνιασε και με εκανε να κουνηθω νευρικά στην θεση μου, κινηση που εκανε το διπλανό αγορι να στρέψει το βλέμμα του προς εμένα.  Ειχε δει και αυτός, αυτό που ειδα στο χερι μου. Ηταν δαγκωμα σκυλου ή λύκου. Κατέβασα το μανίκι φρικαρισμενη και εκανα νόημα στο αγόρι να μην πει κουβέντα.  Εκλεισα τα μάτια προσπαθώντας να πεισω τον εαυτό μου πως ολα αυτά τα φανταζόμουν. Πως θα ξυπνουσα αυριο και θα ξεκινουσα το σχολείο κανονικά και θα εκανα πολλους καινουριους φίλους και πως ολα θα ήταν εντάξει. Ξανανοιξα τα ματι και ψηλωσα το μανίκι.  Αρχισα να τρέμω. Η δαγκωματια δεν έφευγε. Εκεί ηταν. Ολοκαθαρη. Καταπιεσα την επιθυμια μου να βγαλω τα χαπια για να πιω ενα και ψηλωσα το χέρι
"Ναι αλκιστης μου;" ειπε η καθηγήτρια
"Δεν νιωθω πολύ καλά. Μπορω να παω στην γιατρό;"  ρώτησα. Αυτή με ενα συμπονετικο βλεμμα, σιγουρα νομίζοντας πως αυτες ολες οι ξαφνικες αλλαγες μου ηρθαν αποτομες, εβγαλε ενα χαρτί το υπογραψε και μου εδωσε την αδεια να πάω στον ή στην γιατρό του σχολείου. Επιασα την τσαντα και έφυγα. Αρχισα να ζαλιζομαι και περισσοτερες κρισεις πανικού αρχισαν να με κτυπουν όσο περνούσε η ωρα. Το κεφαλι μου ενιωθα οτι θα εσπαζε σαν καρπουζι που πεφτει στο πατωμα. Η δαγκωματια πονουσε πολύ περισσότερο απο πριν και έβγαλα τα χάπια μου απο την τσέπη μου και εβαλα δυο απο τα υπογλωσσια κατω απο την γλωσσα μου,  προφανώς.  Ηταν καποια πιο δυνατά χάπια τα οποία θα με βοηθούσαν να ηρεμησω. Ξαφνικά η χαλαρωτικη τους αυτη δύναμη με επιασε και ενιωσα πιο χαρουμενα και πιο ήσυχα. Κάθησα σε ενα παγκάκι χαμογελώντας ανεπαισθητα μεχρι που μπροστα μου περασε ενα αγόρι. Σταματησε λίγο πιο μπροστά από μένα.
"Αλκιστης;  Μπορώ να σε λεω Αλ;"  ενεψα ναι μη θέλοντας να αρνηθω κάτι στο πρώτο άτομο που μου μίλησε.  Ηταν το αγόρι που καθοταν ακριβως διπλα μου, που ειδε την δαγκωματια
"Τι ειναι αυτά στο χέρι σού;"  ρωτησε και αρπαξε τα χάπια. Εγω ευτιχισμενη απο την απολυτη ευφορια που μου πρόσφεραν αυτά τα υπογλωσσια δεν αντιστάθικα και τα αφησα. Σε κάποια φαση,  τόσο στον δικό μου κόσμο ημουν που δεν ακουγα τίποτα απ οτι έλεγε και το ειχε καταλαβει και ο ιδιος αλλιως δεν θα μονολογουσε ουτε θα απευθυνόταν στο άτομο μου με τρίτο πρόσωπο
"Καημένη κοπέλα. Δεν είναι τρελή. Μακάρι να ήξερε"  ειπε και τοτε δεν ακουσα τιποτε άλλο μονο τον ήχο της απόλυτης σιωπής που με καλουσε

ΒαλεριάναDonde viven las historias. Descúbrelo ahora