Η Αρχή

74 8 0
                                    



Ξύπνησα ουρλιάζοντας όπως και κάθε βράδυ τα τελευταία πέντε χρόνια από τον εφιάλτη που μου θυμίζει την ημέρα όπου η ζωή μου άλλαξε οριστικά.

Την θυμάμαι σαν να ήταν χθές εκείνη την ημέρα, είχα ξυπνήσει νωρίς όπως κάθε πρωί για να πάω να ταΐσω​ τον Θάντερ, το άλογο με το οποίο είχα μοιραστεί κάθε μου σκέψη καθώς αυτός ήταν ο μόνος που με αποδέχονταν όπως πραγματικά ήμουν.
Δεν χρειαζόταν να φοράω εντυπωσιακά φορέματα ούτε να βαδίζω όπως αρμόζει σε μια πριγκίπισσα, διότι προς μεγάλη μου λύπη, αυτό ήμουν.

Ο πατέρας μου διοικούσε ένα από τα τέσσερα βασίλεια και ήταν ιδιαίτερα αγαπητός προς τον λαό όπως και η υπόλοιπη οικογένεια του, δηλαδή η μητέρα μου, ο αδελφός μου ο Σαφ και εγώ, η πριγκίπισσα Σάιβορι ή αλλιώς το αγοροκόριτσο, όπως με αποκαλούσαν μέσα στο παλάτι, προς μεγάλη απογοήτευση της μητέρας μου.

Η μητέρα μου πιστεύω ήταν το πρότυπο της θηλυκότητας, όμορφη, κομψή, χαρισματική και συμπονετική με λίγα λόγια ήταν η ιδανική γυναίκα και για  αυτό τον λόγο είχε την απαίτηση να είμαι και εγώ.
Κάτι απολύτως παράλογο κατά την άποψή μου, αρκούσε να μου ρίξεις μια πιο προσεκτική ματιά και αμέσως θα διαπίστωνες πως ο ρόλος της πριγκίπισσας δεν ήταν για εμένα. Μπορεί εμφανισιακά τα χαρακτηριστικά του πρόσωπού μου να ήταν αρχοντικά και λεπτεπίλεπτα αλλά όλα τα υπόλοιπα φώναζαν το αντίθετο.

Αρχικά ήταν τα μαλλιά μου που ανέμιζαν πάντοτε λυτά έως το τέλος της λεκάνης μου κάτι εντελώς αντίθετο από τους περίπλοκους κότσους που θα έπρεπε να είχα, όμως όσες φορές κι αν προσπάθησε η μητέρα μου να μου αλλάξει γνώμη δεν τα κατάφερε.
Ύστερα ήταν το σώμα μου, δεν ήταν το αδύνατο και το λεπτοκαμωμένο ενός κοριτσιού, ήταν δυνατό και γυμνασμενο, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει πως έχανε την θηλυκότητα του.
Κάλιστα θα μπορούσα να συναγωνιστώ ένα έφηβο αγόρι είτε στο τρέξιμο είτε στην ξιφασκία.
Τέλος αυτό που διέλυε και την παραμικρή αμφιβολία στο ότι δεν κάνω για πριγκίπισσα ήταν ο τρόπος που ντυνόμουν, δεν θυμάμαι πότε στην ζωή μου να έχω φορέσει φόρεμα ή φούστα, πάντα τα έβρισκα άβολα, αντιθέτως τα παντελόνια ήταν το τέλειο ένδυμα για εμένα, δεν με περιόριζαν στην ιππασία ή στα μαθήματα ξιφασκίας, ήταν άνετα και βολικά.

Παρόλα αυτά η μητέρα μου ήθελε να με κάνει ίδια με αυτή, με αποτέλεσμα η σχέση μας να μην είναι ποτέ πολύ καλή εξαιτίας τον αντιπαραθέσεων.
Ο πατέρας μου σεβόταν τις επιλογές μου αλλά λόγο της μητέρας μου ποτέ δεν τις υποστήριζε.

Φίλους δεν είχα, καθώς ήμουν η πριγκίπισσα και όσα κορίτσια από αρχοντικές οικογένειες έρχονταν για να μου κάνουν παρέα δεν καταλάβαιναν τον τρόπο σκέψης μου και απλά συμφωνούσαν μαζί μου χωρίς να έχουν ακούσει κάτι από αυτά που τους είχα πει.

Έτσι ο μόνος πιστός μου φίλος ήταν ο Θάντερ το άλογο μου που αν και ήταν ζώο με καταλάβαινε καλύτερα από όλους. Μαζί εξερευνούσαμαι τα δάση που βρίσκονταν κοντά στο βασίλειο του πατέρα μου και τότε ήταν που ένιωθα ελεύθερη, τότε ένιωθα ο εαυτός μου.

Αλλά ας πάμε πίσω, όπως είπα και πριν είχα σηκωθεί και πήγαινα προς τον στάβλο του Θάντερ όταν στον δρόμο συνάντησα τους γονείς μου να μιλούν έχοντας μια έκφραση ανησυχίας στο πρόσωπο τούς.
Αμέσως επιτάχυνα το βήμα μου από φόβο της επικείμενης ανάκρισης της μητέρας αν με έβλεπε τέτοια ώρα έξω, δυστυχώς όμως οι γονείς μου αντιλήφθηκαν την παρουσία μου και στράφηκαν προς το μέρος μου, μόλις συνειδητοποίησα ότι με είχαν δει άρχισα να τρέχω προς τους στάβλους και ευτυχώς για εμένα δεν με ακολούθησαν.

Το τελευταίο πράγμα που άκουσα ήταν ο πατέρας μου να με φωνάζει λέγοντάς μου να προσέχω και πως θέλει να μου μιλήσει. Δεν έδωσα σημασία στα λόγια και απλά πήγα να βάλω την σέλα στον Θάντερ.

Λίγο αργότερα καλπάζαμε προς τον αγαπημένο μου λόφο έχοντας αφήσει πίσω μας το βασίλειο. Πάντα μου άρεσε το συγκεκριμένο μέρος ίσως γιατί από εδώ το παλάτι δεν φαινόταν παρά ένα παιχνίδι τόσο μικρό που ήταν. Άφησα τον Θάντερ δίπλα σε ένα δέντρο και εγώ ξάπλωσα πάνω στο χορτάρι λίγο πιο πέρα, την ίδια στιγμή σκέφτηκα τί θα έλεγε η μητέρα μού έτσι και με έβλεπε, μόνο στην σκέψη της γκριμάτσας που θα έπαιρνε γέλασα.

Τότε μου ήρθαν στο μυαλό τα τελευταία λόγια του πατέρα μου, γιατί μου είπε να προσέχω και τί ήθελε να συζητήσει μαζί μου;

Είχα κλείσει τα μάτια μου όταν τις άκουσα, κραυγές, κραυγές τρόμου και πόνου που προέρχονταν από την μεριά του βασιλείου.
Αμέσως σηκώθηκα και κοιτώντας το βασίλειο προσπάθησα να βρω το αίτιο των κραυγών και τότε το είδα ή μάλλον τότε τον είδα, έναν τεράστιο κόκκινο δράκο που έσπερνε τον όλεθρο στην πόλη, από πίσω του τον ακολουθούσαν άλλοι εννέα δράκοι, λίγο μικρότεροι στο μέγεθος, αλλά το ίδιο θανατηφόροι.

Ήταν όπως τους περιέγραφαν οι θρύλοι στα σκονισμένα και παλιά βιβλία που έβρισκα σε απόμερα ράφια στην μεγάλη βιβλιοθήκη, το μόνο διαφορετικό ήταν ότι πλέον δεν ήταν απλά ζωγραφιές και λέξεις σε φύλλα χαρτιού αλλά πραγματικότητα.

Ο καθένας από αυτούς είχε το μέγεθος ενός μεγάλου σπιτιού χωρίς το άνοιγμα των φτερών  του, μαζί με αυτό ξεπερνούσε τα δύο σπίτια.
Μόνο ο κόκκινος ήταν μεγαλύτερος και φαινόταν να ηγείται στους υπόλοιπους.

Με δυσκολία απομάκρυνα το βλέμμα μου από τους δράκους και το έστρεψα προς το παλάτι, το θέαμα ήταν φρικτό το άλλοτε μεγαλοπρεπής παλάτι είχε πάρει φωτιά σε διάφορα σημεία, ενώ πολλά μέρη του είχαν γκρεμιστεί από τις επιθέσεις των δράκων.

Μία μόνο σκέψη υπήρχε πλέον στο μυαλό μου, η οικογένειά μου.

Ο θρύλος αναδύεταιWhere stories live. Discover now