Δεσμώτης

15 6 0
                                    





Που να με πάρει και να με σηκώσει, είχε καταλάβει πως ήμουν γυναίκα! Τέλεια, απλά τέλεια! Γιατί με μισεί τόσο πολύ η τύχη; Γιατί για μια φορά δεν μπορούν να πάνε όλα καλά, γιατί; 

Με αργές κινήσεις γύρισα να αντικρίσω τον άντρα. Υπέροχα, τώρα στο πρόσωπό του εκτός από θυμός υπήρχε και ένα πονηρό βλέμμα, το οποίο με έκανε να ανατριχιάσω. Πριν προλάβω να κάνω το οτιδήποτε το δυνατό του χέρι με είχε αρπάξει και με είχε κολλήσει πάνω του.

Προσπάθησα να φύγω από κοντά του όμως αυτό το μόνο που κατάφερε ήταν να κάνει την λαβή του στον καρπό μου πιο σφιχτή. Ο άντρας πλησίασε το κεφάλι του προς το μέρος μου και μύρισε τον αέρα.

Ακόμα και σε αυτήν την άσχημη κατάσταση το βρήκα πολύ δύσκολο να καταπνίξω το γέλιο μου από αυτήν του την κίνηση, έμοιαζε τόσο πολύ με σκύλος όταν το έκανε αυτό.

<< Λοιπόν μικρέ τι λέει, σου έφαγε η γάτα την γλώσσα; Αν και κανονικά δεν πρέπει να σε λέω μικρό, έτσι; >>

Είπε ψιθυριστά με ένα σιχαμερό χαμόγελο στα χείλη του.

<< Μην ανησυχείς θα περάσουμε πολύ καλά μαζί, μάλιστα αν φερθείς σαν καλό κορίτσι που είσαι μπορεί να μην σε πονέσω... πολύ.>>

Ένιωσα το χρώμα να στραγγίζει από το πρόσωπό μου και την ανάσα μου να κόβεται όταν κατάλαβα τι εννοούσε, ήμουν απολύτως σίγουρη πως δεν θα περνούσα καθόλου καλά και επίσης ήξερα πως δεν πρόκειται να κρατήσει τον λόγο του.

 Από τις σκέψεις μου με έφερε πίσω στην πραγματικότητα το γεγονός ότι ένιωθα κάποιον να με σέρνει. Όταν απέκτησα επαφή του περιβάλλοντος με τρόμο ανακάλυψα πως ο άντρας κατευθυνόταν προς την σκάλα με προορισμό τα δωμάτια.

Εκείνη όμως την στιγμή μια άλλη αντρική φωνή ακούστηκε, προκαλώντας τον δεσμώτη μου να σταματήσει προσωρινά το βήμα του. 

<< Πού πας τον μικρό Ντέρεκ; Άφησε τον ήσυχο, δεν σου έκανε τίποτα. >>

Ο άντρας ή μάλλον ο Ντέρεκ, ο οποίος με κρατούσε, γύρισε για να κοιτάξει αυτόν που είχε μιλήσει. Ήταν ψηλός και γεροδεμένος αλλά υπήρχε κάτι ευγενικό στα χαρακτηριστικά του, δεν νομίζω να ήταν πάνω από τριάντα χρονών, όπως και να είχε πάντως, αυτήν την στιγμή ένιωθα ευγνωμοσύνη προς αυτόν τον άνθρωπο.

<< Μην ανακατεύεσαι Λόγκεν, δεν είναι δικιά σου δουλεία τι θα κάνω! >> Είπε ο Ντέρεκ με νευριασμένη φωνή.

<< Αν έχεις νεύρα ξέσπασε σε έναν του μεγέθους σου και άσε το αγόρι έξω από όλο αυτό!>>

<< Το αγόρι είναι μαζί μου και θα κάνω ότι θέλω με αυτό, για αυτό σε χαιρετώ επειδή έχω δουλειές μαζί του. >> Με αυτά τα λόγια ο Ντέρεκ με τράβηξε ξανά από το χέρι και άρχισε να κατευθύνεται προς τα δωμάτια.

<< Συγνώμη μικρή αλλά θα σπάσω την υπόσχεση μου, ο Λόγκεν με θύμωσε οπότε θα πρέπει να ξεσπάσω κάπου. Απλά μην φωνάζεις και θα τελειώσει σχετικά γρήγορα. >>

Μου είπε ο Ντέρεκ με το που μπήκαμε μέσα σε ένα δωμάτιο και με κόλλησε στην πόρτα με το δικό του σώμα να με πιέζει. Από τον ήχο της φωνής του ήξερα πως δεν εννοούσε καθόλου τα λόγια του και ειδικότερα την συγνώμη του, αγωνία άρχισε να με καταβάλει όταν συνειδητοποίησα πως κανένας δεν θα ερχόταν να με σώσει από τα χέρια του. Με μια βίαιη κίνηση με έριξε στο κρεβάτι και τράβηξε την κουκούλα από την κάπα μου που μέχρι στιγμής σκέπαζε το πρόσωπό μου.

Δεν ξέρω τι περίμενε να δει πάντως το βλέμμα του πλέον είχε και έκπληξη και θαυμασμό όταν είδε το πρόσωπό μου. Νιώθοντας αηδία από το λάγνο βλέμμα του γύρισα το κεφάλι μου στο πλάι ώστε να μην τον βλέπω. Αμέσως όμως το χέρι του έπιασε το πιγούνι μου και με ξαναγύρισε για να τον κοιτάω.

<< Θέλω να με κοιτάς μικρή, ήξερα πως ήσουν κορίτσι όταν είδα τα μαλλιά σου και έλπιζα να είσαι εμφανίσιμη, αλλά ποτέ δεν περίμενα τέτοια ομορφιά. Δεν νομίζω να σε αφήσω να φύγεις σύντομα από κοντά μου. >> 

Εκείνη την στιγμή ένιωσα σαν ένα σπάνιο ζώο το οποίο το κρατούν σε ένα κλουβί και το θαυμάζουν για όλη του την ζωή, αισθάνθηκα δάκρυα να κυλάνε στα μάγουλα μου αλλά πριν προλάβουν να πέσουν στα σεντόνια τα δάχτυλα του Ντέρεκ τα είχαν σκουπίσει.

<< Μην κλαις όμορφη δεν θα σου κάνω κακό, απλά τήρησε τους κανόνες μου και κάνε ότι σου πω και θα είσαι μια χαρά. >>

Αυτά ήταν τα τελευταία του λόγια πριν απλά βγει από το δωμάτιο και κλειδώσει την πόρτα πίσω του.
Μόλις σιγουρεύτηκα πως είχε φύγει σηκώθηκα και έτρεξα προς το παράθυρο του δωματίου, κοιτώντας έξω προς μεγάλη μου χαρά είδα πως ήταν πολύ εύκολα να βγω και να ξεφύγω. 

Με γρήγορες κινήσεις αναποδογύρισα μερικά έπιπλα από το δωμάτιο και ανακάτεψα τα σεντόνια του κρεβατιού, ενώ έσκισα ένα κομμάτι από την κάπα μου και το παράτησα στο δωμάτιο, τέλος έσπασα το παράθυρο και με ένα άλμα προσγειώθηκα στο έδαφος.

Τρέχοντας πήγα στους στάβλους και βρήκα τον Θάντερ, μέσα σε λίγα λεπτά είχαμε απομακρυνθεί και φτάναμε τις κύριες πύλες του βασιλείου, καθώς την ίδια στιγμή ο ήλιος ανέτειλε. Αφήνοντας πίσω μας την πόλη ευχήθηκα ο Ντέρεκ να πέσει στην παγίδα μου και να νομίσει πως με απήγαγαν, ώστε να με αφήσει ήσυχη.

 Βαθιά όμως μέσα μου κάτι μου έλεγε πως αυτό δεν θα γινόταν.



Ο θρύλος αναδύεταιOù les histoires vivent. Découvrez maintenant