Η Αγορά

25 6 1
                                    

Δεν ήξερα τι να νιώσω, από την μία ήμουνα εκστασιασμένη που είχα ένα τέτοιο βιβλίο στα χέρια μου και από την άλλη ένιωθα φόβο για την μαγεία που περιείχε μέσα στις σελίδες του. Αυτό όμως που δεν μπορούσα να καταλάβω ήταν πως αυτό το βιβλίο είχε βρεθεί στο κάστρο. 

Η άσκηση μαγείας ή η κατοχή μαγικών αντικειμένων είχε απαγορευτεί χρόνια πριν από τον παππού μου και η ποινή για οποιονδήποτε παραβάτη ήταν θάνατος. Πώς λοιπόν αυτό το βιβλίο είχε βρεθεί σώο και ασφαλείς στον σάκο μου; Επίσης φαινόταν πως ο πατέρας μου είχε γνώση πως δεν ήταν ένα απλό σημειωματάριο, οπότε γιατί να μου ζητήσει να το πάρω; Τι νόημα είχε αυτό το βιβλίο και πως σχετίζονταν με εμένα; 

Δεν άντεχα άλλο αυτή την κατάσταση, προσπαθούσα να λύσω μια απορία και αμέσως γεννιόνταν και άλλες. Το βάρος των ερωτημάτων σύντομα με έκανε να κλείσω τα μάτια μου, βυθίζοντάς με σε έναν ανήσυχο ύπνο.

Πρέπει να κοιμήθηκα αρκετά, καθώς όταν ξύπνησα ο ήλιος είχε ήδη ανατείλει. Παίρνοντας τον σάκο, το τόξο και το σπαθί μου ανέβηκα πάνω στον Θάντερ με κατεύθυνση την πολιτεία που βρίσκονταν πιο κοντά από το σημείο που ήμασταν. Λίγες ώρες αργότερα περνούσαμε την κύρια πύλη των τοίχων που περικύκλωναν το βασίλειο. Δεν μου άρεσε αυτό το μέρος, τα θεόρατα τοίχοι του δεν μου εξασφάλιζαν καμιά αίσθηση ασφάλειας, αντιθέτως με έκαναν να νιώθω σαν ένα άγριο ζώο κλειδωμένο σε κλουβί.

Προσπάθησα να ξεχάσω τις άσχημες σκέψεις παρατηρώντας τον χαμό που γινόταν γύρω μου. Μπροστά μου υπήρχε μια από τις μεγαλύτερες αγορές που είχα δει ποτέ μου, άνθρωποι πηγαινοερχόταν και μιλήσουν κλείνοντας συμφωνίες και παζαρεύονταν τιμές. Παιδιά έτρεχαν και έπαιζαν ανάμεσα στους πάγκους των πολιτών και παράξενες και εξωτικές μυρωδιές πλανιόνταν στον αέρα. 

Βρίσκοντας αυτό που αναζητούσα μέσα στους άφθονους πάγκους, κατεύθυνα τον Θάντερ προς τα εκεί. Την ίδια ώρα, έλεγξα για μια τελευταία φορά ότι η κάπα κάλυπτε τα όπλα μου  καθώς και η κουκούλα της το πρόσωπό μου. Ήξερα πως οι πιθανότητες να με αναγνωρίσει κάποιος ήταν μηδαμινές αλλά και πάλι δεν ήθελα να το διακινδυνέψω. Ο πάγκος  που είχα επιλέξει ήταν φορτωμένος με αποξηραμένα φρούτα και καπνιστά κομμάτια κρέατος, δείχνοντας στον πωλητή τι  ακριβώς ήθελα έβγαλα μερικά χρυσά νομίσματα για να του δώσω και ύστερα τακτοποίησα τα πακέτα που μου παρέδωσε μέσα στην τσάντα μου.

Για τις επόμενες τρεις ώρες περιπλανήθηκα στην αγορά κοιτώντας γύρω μου τον κόσμο και τα εμπορεύματα. Όταν πια είχε αρχίσει να βραδιάζει αποφάσισα πως ήταν πια ώρα να αποχαιρετήσω αυτή την πόλη. Μια δυσάρεστη όμως έκπληξη με περίμενε όταν έφτασα στην κύρια είσοδο, η πύλη ήταν κλειστή και δεν υπήρχε κανένας τρόπος να φύγω από το βασίλειο έως και την επόμενη μέρα το πρωί

Συνειδητοποιώντας την κατάσταση στην οποία βρισκόμουν άρχισα να ψάχνω για ένα πανδοχείο, μετά από λίγο έχοντας αφήσει τον Θάντερ στον στάβλο που είχε το παρόν πανδοχείο διέσχισα την είσοδο και με μια βαθιά ανάσα σπρώχνοντας την ξύλινη πόρτα μπήκα μέσα. Το λεπτό που κοίταξα τον χώρο άρχισα να μετανιώνω για την επιλογή του συγκεκριμένου τόπου ως καταφύγιο για το βράδυ. 

Το πανδοχείο προς μεγάλη μου απογοήτευση ήταν γεμάτο κόσμο και μάλιστα αποτελούνταν μόνο από άντρες. Από ότι φαίνεται όμως δεν ήμουν μόνο εγώ δυσαρεστημένη, την στιγμή που μπήκα μέσα όλες οι συζητήσεις σταμάτησαν και όλα τα βλέμματα στράφηκαν προς τα εμένα.

Με αργά βήματα προχώρησα προς ένα μοναχικό και σκοτεινό τραπέζι που βρισκόταν στην γωνία του χώρου και κάθισα, χωρίς ποτέ βέβαια να βγάλω την κουκούλα μου. Ο ιδιοκτήτης σύντομα ήρθε για να με ρωτήσει τι θέλω. Μέχρι στιγμής κανείς δεν είχε καταλάβει ότι ήμουν γυναίκα  κάτι για το οποίο ήμουν ευγνώμων, αλλά όταν δεν απάντησα στην ερώτηση του ιδιοκτήτη μια βαριά αντρική φωνή ακούστηκε από ένα κοντινό τραπέζι εξανεμίζοντας και την παραμικρή μου ελπίδα να περάσω απαρατήρητη.

<< Όταν κάποιος σε ρωτάει κάτι μικρέ, απαντάς.>> 

Κοιτώντας τον γεροδεμένο άντρα που είχε μιλήσει ένιωσα να αηδιάζω, η μυρωδιά του ποτού που αναδυόταν από αυτόν καθώς μιλούσε ήταν διαπεραστική και άφηνε μια ξυνή γεύση στον αέρα.Η επιθυμία μου να του επιτεθώ άρχισε να εμφανίζεται παρόλα αυτά προτίμησα να παραμείνω σιωπηλή.

<< Με άκουσες αγόρι, σου είπα κάτι; Αν δεν θες να βρεθείς νεκρός καλύτερα να αρχίσεις να μιλάς.>> 

Είπε πιο θυμωμένα αυτή την φορά καθώς άρχισε με γρήγορες αλλά αδέξιες λόγο του ποτού κινήσεις να με πλησιάζει περισσότερο. Αμέσως μετά τον είδα να προσπαθεί να με χτυπήσει στο πρόσωπο αλλά κάνοντας έναν ελιγμό μπόρεσα εύκολα να τον αποφύγω. Με γρήγορα βήματα ξεκίνησα να ανεβαίνω τις σκάλες ώστε να φτάσω στην σχετική ασφάλεια του δωματίου μου αλλά τα λόγια που είπε μετά με έκαναν να κοκαλώσω.

<< Τελικά δεν είσαι και τόσο αγόρι έτσι;>>

Είπε με κακία και γέλασε. Τέλεια πρέπει να είχε δει τα μαλλιά μου όταν γύρισα απότομα για να φύγω.

Ο θρύλος αναδύεταιOù les histoires vivent. Découvrez maintenant