"Σε ποιόν να πω το σ'αγαπώ αν δεν το πω σε σένα. Παράθυρα ανοιγμένα και ο καιρός ζεστός. Είχαμε κάνει λάθη μα πάντα υπάρχει ένα που θα νικάει και πια να ζήσω πως.", ακουγόντουσαν οι στίχοι του τραγουδιού μέσα από το ραδιόφωνο.
"Δεν μας παράτας και εσύ Χατζηγιάννη". μονολόγησα εκνευρισμένη καθώς οδηγούσα πάνω στη εθνική. Ξύπνησα με νεύρα το πρωί. Δεν μπορούσα να καταλάβω σε τι οφείλονταν η κακή μου διάθεση.
Καθώς το αυτοκίνητο ήταν σταματημένο στα φανάρια Βελεστίνου κοίταζα τριγύρω και χαμογέλασα νοσταλγικά μόλις από το νου μου πέρασαν οι αναμνήσεις του χθες. Δεν άλλαξε τίποτα. Έμειναν όλα ίδια ετσι όπως τα είχα αφήσει πριν δυο χρόνια.
"Είναι μια λέξη που πονά,θέλεις να πεις εμείς ξανά, μα χάνεσαι. Θέα στο απέραντο κενό, την αγκαλιά σου αισθάνεσαι....".συνέχισε να τραγουδάει ο Χατζηγιάννης και ένας μικρός αναστεναγμός βγήκε μέσα από το στόμα μου. Τα δάχτυλα μου έπαιζαν ρυθμικά πάνω στο τιμόνι με τις σκηνές του παρελθόντος να ξεδιπλώνονται μπροστά στα μάτια μου. Για άλλη μια φορά αναστέναξα και μόλις το φανάρι άναψε πράσινο έστριψα αριστερά οδηγώντας προς το χωριό που μεγάλωσα. Καθώς περνάω μέσα από τα στενά δρομάκια ακούστηκε ένας δυνατός κρότος τρομάζοντας με. Ελάττωσα την ταχύτητα και κοίταξα μέσα από το καθρέφτη όπου παρατήρησα ότι είχε σκάσει το πίσω λάστιχο. Σταμάτησα στη άκρη και βγαίνοντας έξω από το αυτοκίνητο φώναξα έξαλλη "Γαμώτο!", και σήκωσα το κεφάλι μου ψηλά για να παραπονεθώ Στον Μεγαλοδύναμο όμως αμέσως το κατέβασα επειδή οι αχτίδες του με τύφλωσαν.
Στεκόμουν σαν χαμένη στη μέση του δρόμου σκεπτόμενη πως να κινηθώ. Θα μπορούσα να πάρω την Express αλλά η ασφάλεια μου δεν την καλύπτει και αυτό το καιρό η τσέπη μου δεν αντέχει για ένα τέτοιο έξοδο. Είχα τρεις λύσεις: Η πρώτη ήταν να αφήσω το αυτοκίνητο εδώ και να πάρω τηλέφωνο ένα ταξί για να με πάει στο σπίτι της κολλητής μου αλλά το κινητό μου έκλεισε από μπαταρία. Η δεύτερη λύση ήταν να περιμένω μήπως περάσει κάποιος γνωστός από το χωριό αλλά από όσο θυμάμαι αυτή τη ώρα δεν πρόκειται να περάσει κάποιος επειδή όλοι τους δουλεύουν στα χωράφια. Η τρίτη ήταν να πάω στο συνεργείο του χωριού που βρίσκονταν 200 μέτρα από εδώ που στεκόμουν. Σκεπτόμουν τις επιλογές που είχα. Διχασμένη ανάμεσα στο να πάω και να μην αποφάσισα ότι δεν μπορούσα να κάνω κάτι άλλο. Δεν υπήρχε άλλη λύση! Φοβισμένη και παράλληλα ανυπόμονη μπήκα μέσα στο αυτοκίνητο και με τη καρδιά να χτυπάει άτακτα μέσα στο στήθος έβαλα εμπρός τη μηχανή. Μετά από δυο λεπτά άναψα το φλας για να στρίψω δεξιά όπου οδηγούσε στο συνεργείο. Πήρα μια βαθια ανάσα μόλις μπροστά μου εμφανίστηκε το κτίριο του συνεργείου και με αθόρυβα εισχώρησα μέσα στο χώρο ώσπου αντίκρισα μια γνώριμη αντρική φιγούρα.
Ανέβασα το χειρόφρενο και προτού σβήσω τη μηχανή τα μάτια μου ταξίδευαν πάνω στη γυρισμένη πλάτη "Κι έχω τόσα να θυμάμαι από σένα. Χρόνια που τα ζήσαμε μαζί ένα-ένα,ώρες σιωπηλές και βράδια ερωτευμένα,κι όλο με ρωτάς που πήγανε χαμένα.".ακούστηκε η φωνή της Αννούλας μέσα από το ραδιόφωνο. Που στο καλό το θυμήθηκαν αυτό το τραγούδι; Βαλτοί είναι; Οι χτύποι της καρδιάς μου αυξήθηκαν καθώς η ματιά μου περιεργαζόνταν τον τύπο που βρίσκονταν λίγα μέτρα μακριά μου. Δεν με είχε αντιληφθεί επειδή μιλούσε στο τηλέφωνο και ετσι βρήκα την ευκαιρια να χάζεψα την γυμνασμένη πλάτη του. Φορούσε μια μαύρη μπλούζα και μια φόρμα που κολάκευε τα οπίσθια του. Τα μαύρα μαλλιά του ήταν πιο μακριά από την τελευταία φορά που τον είχα δει και πάνω στα χέρια του είχαν προστεθεί καινούργια τατουάζ.
Ένα αμυδρό χαμόγελο σχημάτισαν τα χείλη μου καθώς τον κοίταζα και μόλις πάτησα την κόρνα εκεινος σήκωσε το χέρι του φωνάζοντας "Έρχομαι". και μόλις γύρισε προς εμένα κοκάλωσε στη θέση του. Τα μάτια του στένεψαν και ανασήκωσε τα φρυδια του μάλλον από έκπληξη που εμφανίστηκα μέσα στο συνεργείο του ύστερα από δυο χρόνια. "Κλείσε! Έχω πελάτη", απευθύνθηκε στον συνομιλητή χωρίς να πάρει τα μάτια του από πάνω μου.
Αφού έβαλε το κινητό μέσα στη τσέπη του προχώρησε με αργά βήματα προς το μέρος μου ενώ εγώ δάγκωσα τα χείλη μου από αμηχανία ή ίσως από αγωνία που ύστερα από τόσο καιρό θα τον έβλεπα. Δεν άργησε να φτάσει μπροστά στο παράθυρο και με ένα αλαζονικό χαμόγελο έσκυψε με τους αγκώνες του να ακουμπάνε πάνω στο παράθυρο. "Βρε, βρε σαν τα χιόνια!"αναφώνησε, ίσως χαρούμενος που με έβλεπε; Μπα, δεν νομίζω. "Πώς και από τα μέρη μας, Αλικάκι;".πρόσθεσε με ένα σατανικό χαμόγελο και αναστέναξα άηχα μόλις το έντονο άρωμα του εισχώρησε μέσα στα ρουθούνια μου.
YOU ARE READING
Σε Ποιον Να Πω Το Σ Αγαπώ. (Υπο Διόρθωση).
RomanceΗ ιστορία του Ορέστη και της Αλίκης με αλλον τίτλο. Μια μικρη περιγραφη στο πρώτο κεφάλαιο.