Τυχαίο ή όχι;

103 5 0
                                    

Μπήκα στο αμφιθέατρο και κάθισα στην πρώτη θέση που βρήκα. Δεν ήθελα να μιλήσω με κανέναν εκείνη τη στιγμή. Φόρεσα την κουκούλα της ζακέτας μου και ακουμπώντας το κεφάλι μου στα χερια μου, έκλεισα τα μάτια.
Άκουσα τον καθηγητή να μπαίνει και δεν σήκωσα το κεφάλι να τον κοιτάξω. Γαμώτο, δεν είχα καμία όρεξη να τον ακούω να φλυαρεί για ανούσια θέματα, αλλά δυστυχώς το μάθημα του ήταν υποχρεωτικό και έπρεπε να βρίσκομαι εκεί με το ζόρι.
Στην αίθουσα μπήκαν κάτι χαζοχαρούμενες φοιτήτριες που φαίνονταν πως ήταν πρωτοετείς και ήρθαν και έκατσαν μπροστά μου! Μιλούσαν ψιθυριστά και έβγαζαν φωτογραφίες τους εαυτούς τους κρυφά από τον καθηγητή, με τον ενθουσιασμό των ατόμων που βλέπουν για πρώτη φορά κάτι. Σαν παιδάκια δηλαδή. Άφησα ένα βογκητό αγανάκτησης και ετοιμάστηκα να φύγω. Στο διάολο και το μάθημα και ο καθηγητής.
Τη στιγμή που πήγα να βγω από την αίθουσα, η πόρτα άνοιξε και έπεσε πανω μου ένα αγόρι.
"Γαμήσου!" είπα και σταμάτησαν ολοι και με κοίταξαν.
Το αγόρι έριξε ενα απορημένο, απολογητικό βλέμμα σμίγωντας τα φρύδια του και ζήτησε συγγνώμη. Φυσικά δεν του απάντησα και έφυγα σχεδόν τρέχοντας να πάω στο κυλικείο.
Εκεί βρήκα αρκετά άτομα από το έτος μου να πίνουν καφέ και να καπνίζουν. Άκουσα το όνομά μου από κάποιον, αλλά δεν γύρισα. Χρειαζόμουν επειγόντως καφέ. Επέστρεψα στην παρέα που με φώναξε και κάθισα μαζι τους.
"Καλημέρα Τζέισον! Δεν σε βλέπω πολύ κεφάτο. Τι έγινε, σε πείραξε κανείς;" είπε η Τζέσι με ναζιάρικο ύφος και κόλλησε στο χέρι μου.
Την κοίταξα με την άκρη του ματιού μου χωρίς να γυρίσω το κεφάλι και ήπια μια γουλιά καφέ.
"Καλά είμαι απλά δεν έχω κέφια πρωινιάτικα." της απάντησα ξερά. Η φίλη της, που το όνομα της μου διέφευγε, με κοιτούσε υπεροπτικά. Λογικό, αφού είχα περάσει μαζί της στο παρελθόν μια βραδιά πηδήματος που στην τελική δεν οδήγησε πουθενά αλλού. Αυτό είχε γίνει πριν δύο χρόνια και ακόμα με μισεί για το γεγονός, που στην τελική έφταιγε και αυτή με την προκλητική συμπεριφορά της.
Ζήτησα από τον Στιβ να στρίψω ένα τσιγάρο γιατί είχα ξεχάσει τα δικά μου σπίτι. Το άναψα και άφησα τον πικρό καπνό να γεμίσει τα πνευμόνια μου. Το μόνο που ήθελα ήταν να γυρίσω σπίτι και να καθίσω να διαβάσω το μισοτελειωμένο βιβλίο που είχα δανειστεί από την κολλητή μου.
"Παιδιά συγγνώμη αλλά πρέπει να φύγω. Θα σας δω αύριο." είπα και σηκώθηκα. Η Τζέσι έβγαλε ενα ψεύτικο λυπημένο επιφώνημα και είπε πως θα μου έστελνε το απόγευμα μήνυμα για την εργασία. Γαμώτο, δεν γλίτωνα ούτε τη μία ούτε την άλλη.
Την στιγμή που έβγαινα απο το κυλικείο, έπεσε πάνω μου, για δεύτερη φορά σήμερα, κάποιος.
"Στο διάολο σήμερα όλοι!" φώναξα και κοίταξα τον τύπο που με έσπρωξε. Ήταν ο ίδιος που είχε πέσει πάνω μου πριν είκοσι λεπτά.
"Πάλι εσύ, τι θα γίνει;" του είπα ξαφνιασμένος.
"Το ίδιο θα έλεγα κι εγώ." απάντησε, έκπληκτος κι εκείνος.
"Ελπίζω να μην συνεχιστεί αυτό στο μέλλον." του είπα και φόρεσα τα ακουστικά μου, πηγαίνοντας προς τη στάση του μετρό. Δεν γύρισα να κοιτάξω πίσω μου, αλλά ένιωθα το βλέμμα του καρφωμένο πάνω μου.

UnexpectedDonde viven las historias. Descúbrelo ahora