Chapter 1

484 20 15
                                    

   Κάθισε στο πρώτο παγκάκι που συνάντησε. Έκανε ζέστη. Πολύ ζέστη. Βρισκόντουσαν στα μέσα Αυγούστου κι ο ήλιος ήταν το τιμώμενο πρόσωπο του μήνα. Είχε μετανιώσει για την επιλογή των ρούχων που έκανε. Ποιος λογικός άνθρωπος φοράει στενό τζιν παντελόνι, κοντομάνικο μπλουζάκι και αθλητικά παπούτσια;! Αφού απέκτησε τις δυνάμεις της πίνοντας όσο νερό είχε απομείνει στο πλαστικό μπουκάλι της, φόρεσε ξανά τα ακουστικά της και έριξε μια γρήγορη ματιά στην αχανή, τεράστια λεωφόρο που απλωνόταν μπροστά της. Το πλήθος των αυτοκινήτων ήταν αδιανόητο. Νόμιζε ότι την είχαν βάλει μέσα σε μία κυψέλη  γεμάτη μέλισσες. Αυτά τα μικρά ενοχλητικά έντομα που μπορούν να σε τρελάνουν με τον ήχο τους. Κίτρινα όπως κι αυτά, έτσι και όλα τα ταξί που δημιουργούσαν κίνηση στο μεγάλο κεντρικό δρόμο της Νέας Υόρκης. Η ατμόσφαιρα αποπνικτική. Αναστέναξε. Περπατούσε τρεις ολόκληρες ώρες κι ακόμη δεν ήξερε που πήγαινε. Περπάταγε μηχανικά χωρίς να σκέπτεται, σαν ένα ρομπότ, το οποίο κάποιος έθεσε σε λειτουργία και ξέχασε να ρυθμίσει στο λειτουργικό του σύστημα, τον προορισμό του.  Χωρίς να δίνει σημασία έστριβε σε στενά. Έβλεπε καινούργιες παραστάσεις. Μέρη που ως τότε μόνο σε ταινίες είχε συναντήσει. Από κοντά όλα ήταν διαφορετικά. Πιο ωραία. Πιο μαγευτικά. Περνούσε μπροστά από τις βιτρίνες και ήθελε να μπει μέσα. Να δοκιμάσει φορέματα και να αγοράσει πολλά από αυτά. «Αυτό είναι!» αναφώνησε. «Πρέπει να βρω γρήγορα μια τράπεζα!»

   Ξεκίνησε να περπατάει. Ένιωθε τις καυτές ακτίνες του ήλιου να διαπερνούν τη λευκή της επιδερμίδα και να σιγοκαίνε τη σάρκα της. Βαθιά ως τα κόκαλά της. Τα πόδια της την πονούσαν και νόμισε ότι η πατούσα της είχε γίνει ένα με τη σόλα του παπουτσιού της. Μισούσε τη ζέστη. Μισούσε και το καλοκαίρι. Δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί η  Αλέξια της έλεγε συνέχεια πως όλοι λατρεύουν το καλοκαίρι!

    “Δεν υπάρχει κάτι που να μπορείς να το κάνεις μόνο το καλοκαίρι και όχι το χειμώνα για να ισχυρίζεσαι ότι προτιμάς το καλοκαίρι Εμένα μου αρέσει ο χειμώνας και κανείς δεν μπορεί να μου αλλάξει γνώμη. Το χειμώνα όλα είναι τόσο γαλήνια και ρομαντικά. Ιδιαίτερα όταν χιονίζει. Τα πάντα γύρω μας ντύνονται με τα γιορτινά τους ρούχα. Τα άσπρα. Ο κόσμος είναι χαρούμενος και στην ατμόσφαιρα πλανιέται η αγάπη προς όλους. Ναιι… Μόνο ο χειμώνας μου αρέσει.”, έτσι συνήθιζε να της απαντάει. Η Αλέξια απλά της χαμογελούσε, της χάιδευε απαλά τα μαλλιά, της έδινε ένα γλυκό φιλί στο μάγουλο και έφευγε με ένα χαμόγελο ευτυχίας.

«Όταν τα παραμύθια ζωντανεύουν!»Where stories live. Discover now