Chapter 4

191 11 5
                                    

«Είμαι έτοιμη!» φώναξε δυνατά για να ακουστεί μέχρι τον διάδρομο που απλωνόταν έξω από το δωμάτιό της. Είχε φορέσει ένα μακρύ φόρεμα. Στράπλες, με σκούρο ροζ χρώμα στο πάνω μέρος, που σταδιακά άνοιγε προς το τέλος. Ένα απλό, διαμαντένιο κολιέ στόλιζε τον λαιμό της. Οι ψηλές δωδεκάποντες  γόβες, που είχε επιλέξει, την έκαναν να φαίνεται αρκετά ψηλότερη. Βγήκε έξω κι εκεί την περίμενε η Αλέξια, η οποία ήταν πλημμυρισμένη από χαρά και συγκίνηση. Δύο συναισθήματα, που έκαναν την καρδιά της γλυκιάς υπηρέτριας να φτερουγίζει. Το μικρό της κοριτσάκι ήταν πλέον 18. Η ίδια δεν έδινε τόσο μεγάλη σημασία. Δεν το θεωρούσε κάτι σπουδαίο. Η Αλέξια, όμως, όσο κι αν προσπαθούσε δεν μπορούσε να κρύψει τον ενθουσιασμός της. Όλη την ημέρα μαγείρευε, καθάριζε βάζοντας όλες της, τις δυνάμεις. Ήθελε, όλα εκείνη τη ημέρα, να είναι τέλεια. Και τα είχε καταφέρει. Και με το παραπάνω. Στο σπίτι δεν υπήρχε ίχνος σκόνης. Σε όλο τον χώρο απλωνόταν μια ευχάριστη μυρωδιά. Το αποσμητικό χώρου, με άρωμα μαύρης βανίλιας σε συνδυασμό με τη μυρωδιά από τα φαγητά, ταξίδευαν μέχρι τον κήπο.

   Ο κήπος! Εκεί θα γινόταν η δεξίωση. Στον κεντρικό κήπο του σπιτιού. Ήταν τεράστιος. Προσεγμένος και γεμάτος λουλούδια, με άσπρα και ροζ άνθη. Το κέντρο του, στόλιζε μια τεράστια πισίνα. Τα ροζ φώτα, που είχαν τοποθετηθεί, στο εσωτερικό της, ειδικά γι’ εκείνη την ημέρα, έκαναν το σκηνικό, ακόμη πιο εντυπωσιακό. Μια μεγάλη εξέδρα γέμιζε το χώρο λίγο πιο δίπλα. Ήταν τοποθετημένη εκεί και περίμενε να υποδεχτεί τους μουσικούς, οι οποίοι είχαν αναλάβει το μουσικό πρόγραμμα για εκείνο το βράδυ. Μελωδικά κομμάτια γραμμένα από τον Mozart, τον Beethoven, τον Bach, τον Vivaldi και πολλούς άλλους μεγάλους μουσικούς, θα ζωντάνευαν σε λίγη ώρα μπροστά στους καλεσμένους του GeorgeRose. Στην άλλη άκρη του κήπου, ένα τεράστιο τραπέζι, είχε αρχίσει ήδη να γεμίζει με πεντανόστιμα φαγητά και δροσιστικά ποτά και αναψυκτικά. Λίγοι σερβιτόροι, ντυμένοι με τα κλασσικά μαυρόασπρα ρούχα τους και κρατώντας δίσκους, γεμάτους ποτήρια με σαμπάνια, περίμεναν να σερβίρουν τους προσκεκλημένους. Την συνολική εικόνα του κήπου, ολοκλήρωναν οι τεράστιοι προβολείς, οι οποίοι είχαν αναλάβει το φωτισμό του χώρου.

   Η Bella, με αργά βήματα πλησίασε την μπαλκονόπορτα που οδηγούσε στον κήπο. Είχε περιέργεια να δει τι ετοίμαζαν όλοι την ημέρα οι υπηρέτες του σπιτιού. Μόλις αντίκρισε τον κήπο, ικανοποιήθηκε αρκετά με την εικόνα του. Σίγουρα, η διακόσμηση δεν είχε γίνει από την Αμέλια. Μπορούσε να το διαπιστώσει εύκολα. Δεν υπήρχε ίχνος μαύρου. Η γυναίκα, εκτός από αυστηρή, έκρυβε κάτι το σκοτεινό. Λάτρευε το μαύρο. Αν ήταν στο χέρι της, τα πάντα στη σημερινή δεξίωση θα είχαν ντυθεί στο πιο σκούρο χρώμα. Η Bellaθέλησε να ευχαρίστησε τον πατέρα της που είχε αναλάβει την διακόσμηση και προχώρησε στο εξωτερικό. Άρχισε να περπατάει αργά, κατά μήκος της μίας πλευράς της πισίνας, παρατηρώντας εξεταστικά όσα περισσότερα μπορούσε.  Έφτασε κοντά στην εξωτερική είσοδο, απ’ όπου θα έμπαινα οι καλεσμένοι στον κήπο και στάθηκε για μια στιγμή εκεί. Είδε τον πατέρα της με έναν άγνωστο, γι’ αυτήν, κύριο, να την πλησιάζουν. Ο άγνωστος προσκεκλημένος, έπιασε το χέρι της Bella, άφησε ένα φιλί εκεί και της ευχήθηκε χρόνια πολλά. «Σας ευχαριστώ πολύ!» απάντησε ευγενικά.

«Όταν τα παραμύθια ζωντανεύουν!»Where stories live. Discover now