Chapter 2

220 13 9
                                    

   Είχε περάσει αρκετή ώρα από τη στιγμή που η ίδια ήταν σαν να είχε λάβει μέρος, χωρίς τη θέλησή της σε κινηματογραφική ταινία δράσης. Ησυχία επικρατούσε παντού από την μεριά των «θυμάτων». Κανείς δεν τολμούσε, ούτε καν σκεφτόταν, να κουνηθεί. Όλοι ήταν τρομοκρατημένοι και ο φόβος ήταν ζωγραφισμένος, ξεκάθαρα στα πρόσωπά τους. Όπου κι αν  κοίταζε έβλεπε θλίψη, τρόμο, ανησυχία και αγωνία. Μόνο δύο νεαροί στην άκρη της αίθουσας φαινόταν  να μην διακατέχονται από όλα αυτά τα συναισθήματα, αλλά αντίθετα να είναι σχετικά, χαλαροί. Όσο χαλαρός θα μπορούσε να είναι κάποιος «αναίσθητος» σε αυτή την περίπτωση. Σε κάποια στιγμή, μόνο άλλαξαν τα χαρακτηριστικά του προσώπου τους, αποκαλύπτοντας το αίσθημα της βαρεμάρας. Χωρίς να το καταλάβει είχε χαθεί για λίγο στους δύο νεαρούς. Ο ένας ήταν μελαχρινός. Δεν μπορούσε να διακρίνει καθαρά το χρώμα των ματιών του, αλλά πρέπει να ήταν κοντά στο μελί. Έτσι τουλάχιστον μπορούσε να τα φανταστεί. Είχε σκούρο μαλλί, αρκετά ξυρισμένο στα πλάγια, αδύνατος και από ότι μπορούσε να καταλάβει, αρκετά ψηλός. Είχε συλ και μπορούσε να το διακρίνει εύκολα. Μαύρο τζιν παντελόνι, άσπρη αθλητική μπλούζα nike, που άφηνε να διαγραφούν κάποια τατουάζ του. Ο τύπος ήταν ωραίος και ήθελε να το δείχνει. Της έδινε την αίσθηση όταν αν περνούσε από μπροστά του, θα μύριζε έντονα και ωραία. Γιατί σίγουρα θα φορούσε άρωμα και μάλιστα όχι κάποιο τυχαίο. Κάποιο που το μυρίζεις και σε συνοδεύει όλη την ημέρα. Φαινόταν να είναι κοντά στην ηλικία της. Το πολύ, να ήταν δύο με τρία χρόνια μεγαλύτερος. Ο άλλος δίπλα του, που προφανώς ήταν φίλοι, Ήταν καστανόξανθος. Ήταν κι αυτός ωραίος. Σε αντίθεση με τον άλλον όμως, δεν φαινόταν να θέλει να το δείχνει τόσο πολύ. Φορούσε κι αυτός μαύρο παντελόνι, το οποίο είχε γυρίσει στο κάτω μέρος και το είχε συνδυάσει με μαύρα vans και κόκκινη κοντομάνικη μπλούζα που έγραφε πάνω VANSOFFTHEWALL.Κι αυτός περίπου την ίδια ηλικία είχε με το φίλο του. Τα μάτια του ανοιχτό μπλε και μπορούσε να το διακρίνει κανείς εύκολα. Ξεχώριζαν από μακριά και δεν ξεχνούσες εύκολα τέτοια μάτια... Ξαφνικά ένιωσε ότι για έναν ανεξήγητο λόγο ήθελε να μάθει τα ονόματά τους. Αναρωτήθηκε, γιατί άραγε να βρίσκονταν εκεί και για πιο λόγο ήταν τόσο άνετοι. Σαν να το είχαν ξαναζήσει και ήξεραν ότι το τέλος θα ήταν αίσιο. Γι’ αυτούς τους δύο τουλάχιστον.

  Από τις σκέψεις τις, την έβγαλε το κλάμα ενός μωρού. Ανήσυχη, γύρισε το κεφάλι της προς το μέρος απ’ όπου ερχόταν ο ήχος. Τότε είδε τον ληστή με το πιστόλι να πλησιάζει προς το μέρος της μητέρας. Η ίδια, ήταν τρομοκρατημένη. Έτρεμε ολόκληρη και κάθε ίχνος  χρώματος είχε χαθεί από το πρόσωπό της. «Κάντο να σταματήσει αλλιώς ούτε εγώ ξέρω τι θα ακολουθήσει» Προσπάθησε με κομμένη την ανάσα να καθησυχάσει το μικρούλι που δεν έλεγε με τίποτα να ηρεμίσει. Δεν σταματούσε όμως. Η μητέρα απελπιζόταν και αυτός εξαγριωνόταν όλο και πιο πολύ. «Σήκω!!!» ούρλιαξε. Για μια στιγμή όλοι στην τράπεζα πάγωσαν. Έμοιαζε ο χρόνος να είχε σταματήσει. «Φύγε και μην διανοηθείς να καλέσεις την αστυνομία, ούτε να πεις σε κανέναν τίποτα, γιατί τότε θα σε βρω και τα παιδιά σου θα μείνουν ορφανά!» της είπε όλο μίσος. Η γυναίκα μην ξέροντας τι έπρεπε να αισθανθεί, ανακούφιση που έβγαινε σώα, με τα δυο ανήλικα παιδιά της από την τράπεζα ή τρόμο γι’ αυτά που της είπε, έφυγε τρέχοντας. Ησυχία επικράτησε ξανά σε όλο τον χώρο. Μόνο κάτι μικροί ψίθυροι ακούγονταν από τους ληστές. Δεν έδειχναν και πολύ να ενδιαφέρονται για τα χρήματα αυτής της τράπεζας. Δεν πήγαν ποτέ προς τους υπαλλήλους  να απαιτήσουν τα χρήματα ή το κωδικό του χρηματοκιβωτίου.  Αντίθετα τόση ώρα περιφέρονταν, έπαιρναν τηλέφωνα και αντάλλασαν λίγους ψίθυρους μεταξύ τους. Ούτε καν να ζητήσουν από όσους βρίσκονταν στην τράπεζα τα χρήματα που είχαν πάνω τους. Γενικά, η όλη κατάσταση δεν θύμιζε και πολύ ληστεία σε τράπεζα. Εκτός βέβαια από όλο τον τρόμο που είχαν αφήσει να καταλύσει όλους όσους βρίσκονταν εκεί.

«Όταν τα παραμύθια ζωντανεύουν!»Where stories live. Discover now