[GRE] Το ξεχασμένο Άνθος

28 6 0
                                    


By queenofcappuccino

Ένιωσα τις ζεστές ακτίνες του ήλιου να αγγίζουν το δέρμα μου. Η σημερινή μέρα ήταν πολύ σημαντική για εμένα. Θα γινόμουν δεκαοχτώ χρονών και θα έφευγα για να σπουδάσω στην πρωτεύουσα. Αγαπώ πολύ το χωριό μου, όμως εδώ δεν υπάρχει μέλλον για εμένα. Το Άνθος είναι μια πανέμορφη τοποθεσία αλλά είναι ξεχασμένη από τους ανθρώπους. Οι κάτοικοι χρησιμοποιούν το ανταλλακτικό εμπόριο ως μέσο πληρωμής και τα προξενιά εφαρμόζονται ακόμη. Δεν θα ήθελα όμως να γίνω μια από τις πολλές κοπέλες που υπάρχουν εδώ και χάλασαν τη ζωή τους με αποτυχημένους έρωτες. Το όνειρο μου είναι να γίνω γιατρός και να βοηθήσω όσο περισσότερο κόσμο μπορώ. Αυτό είναι που θέλω πραγματικά να κάνω και είμαι αποφασισμένη να διεκδικήσω τα δικαιώματα μου.
Βγήκα από το μικρό δωμάτιο που μοιράζομαι με τη μητέρα μου και κατευθύνθηκα προς την κουζίνα μας. "Καλημέρα μητέρα" της έδωσα ένα γλυκό φιλί στο μάγουλο και άρχισα να τη βοηθάω με τις δουλειές του σπιτιού. "Χρόνια σου πολλά Αυγή μου, με έναν καλό γαμπρό" μου ευχήθηκε χαρούμενη και τότε ένιωσα άσχημα. "Σε ευχαριστώ πολύ. Όμως ξέρεις πολύ καλά ότι δεν είναι αυτό που επιδιώκω" χαμήλωσα το βλέμμα μου και περίμενα την απάντηση της. "Τι εννοείς; Ήδη έχω βρει μερικούς υπέροχους ανθρώπους που θα έδιναν τη ζωή τους για να είναι μαζί σου και εσύ σκέφτεσαι ακόμα την πρωτεύουσα; Δεν πρόκειται να σε αφήσω να κυκλοφορείς μόνη σου και να μας κάνεις ρεζίλι! Πάρε το απόφαση πια ότι θα μείνεις στο Άνθος!" φώναξε στο πρόσωπο μου και έκλεισε την πόρτα φεύγοντας.
Τα δάκρυα μου άρχισαν να κάνουν ένα μικρό ρυάκι πάνω στο παλιό ξύλινο τραπέζι. Δεν θέλω να παντρευτώ κάποιον που δεν αγαπώ! Δεν θα το κάνω ποτέ, προτιμώ να πεθάνω παρά να γίνει αυτό που θέλει η μητέρα μου! Μακάρι να ήταν εδώ ο πατέρας.
Βγήκα έξω και πήγα μέχρι το απέναντι σπίτι για να πάρω λίγο καφέ. "Καλημέρα σας. Σας έφερα φρέσκο βούτυρο, μπορώ να πάρω λίγο καφέ;" χαιρέτησα τη γειτόνισσα μου όταν εκείνη μου χαμογέλασε πλατιά. "Φυσικά κορίτσι μου, ορίστε και χρόνια σου πολλά" πήρα το τυλιγμένο χαρτί που είχε μέσα τους κόκκους και προχώρησα προς την πλατεία. Τα κορίτσια είχαν κάτσει δίπλα στο βρυσάκι και κουτσομπόλευαν το χωριό όπως κάνουν καθημερινά. "Χρόνια σου πολλά Αυγή! Έλα να ακούσεις, μάθαμε κάτι τρομερό!" με πήρε η Μαριώ από το χέρι και έκατσα μαζί τους. "Άκουσα τον πατέρα μου να λέει πως ήρθε ένας καινούργιος κάτοικος στο χωριό. Του είπε πως είναι ο εγγονός του κυρ Γρηγόρη και πως θα μείνει στο σπίτι του. Και από ο,τι κατάλαβα είναι σε ηλικία γάμου!" είπε χαρούμενη και τα κορίτσια άρχισαν να γελούν μαζί της. "Μα, ο κυρ Γρηγόρης δεν είχε οικογένεια, σωστά" απόρησα με το νέο της αλλά εκείνη κούνησε το κεφάλι της με ένα βλέμμα άγνοιας. "Πρέπει να είναι ο εγγονός του αδερφού του από την Πρωτεύουσα! Αυτό σημαίνει πως ξέρει τα πάντα για την Αθήνα! Δεν είναι υπέροχο; Αν τον γνωρίσω θα τον ρωτήσω πως ντύνονται οι γυναίκες εκεί" ονειροπόλησε όσο το σκεφτόμουν. Σπάνια κάποιος μετακομίζει εδώ. Είμαστε ξεχασμένοι απο τον υπόλοιπο κόσμο, για ποιο λόγο θέλει ένας νεαρός άντρας να εγκατασταθεί στο Άνθος;
"Μαριώ! Έλα κορίτσι μου, θέλει ο πατέρας σου να γνωρίσεις κάποιον!" είδα τη μητέρα της να της φωνάζει από το παράθυρο του σπιτιού της. "Λέτε να είναι αυτός; Είμαι τόσο αγχωμένη! Σας αφήνω!" έτρεξε προς τα εκεί όταν τα κορίτσια άρχισαν να πηγαίνουν πίσω στα σπίτια τους. Ένιωσα περιέργεια για αυτό τον περίεργο ξένο, σε σημείο που ακολούθησα τη Μαριώ χωρίς να με καταλάβει. «Μαριώ, από εδώ ο Αντρέας. Είναι ο εγγονός του κυρ Γρηγόρη που είχε το παντοπωλείο. Τι λέτε να τα πείτε;» τους είδα να μιλούν στο σαλόνι και κοίταξα από το παράθυρο. Ήταν ένας ψηλός μελαχρινός άντρας που δεν φαινόταν πάνω από εικοσιπέντε χρονών. Τα χαρακτηριστικά του τον κολάκευαν ιδιαίτερα και τα μελί μάτια του ήταν τόσο όμορφα. Δεν είχα δει πιο όμορφο άντρα στη ζωή μου. Δυστυχώς όμως εκείνος φαίνεται ότι έχει ήδη διαλέξει την αγαπημένη του, σκέφτηκα όταν έριξα καταλάθος ένα μικρό γλαστράκι που υπήρχε στο παράθυρο θρυμματίζοντας το κάτω. "Τι ήταν αυτό;" άκουσα τη βαριά φωνή του για πρώτη φορά και κρύφτηκα κατευθείαν για να μην με αντιληφθούν. "Τίποτα χρυσέ μου, καμιά γάτα θα πέρασε και θα μου έκανε πάλι ζημιά" γέλασε η Μαριώ και τον τράβηξε προς το δωμάτιο της. Ξεφύσηξα απογοητευμένη και έφυγα για να πάω στο σπίτι μου.
Εκεί η μητέρα μου είχε έτοιμο το φαγητό όταν της άφησα τον καφέ πάνω στο τραπέζι. "Μητέρα, έμαθα ότι ήρθε καινούργιος κάτοικος στο χωριό" πήρα το πιάτο μου και έκατσα για να φάω τη ζεστή σούπα. "Ναι, είναι ένας πολύ όμορφος νεαρός αλλά νομίζω ότι σκοπεύει να παντρευτεί τη Μαριώ" μου είπε στεναχωρημένη. "Μην κάνεις έτσι, άλλωστε σου έχω πει πως δεν έχω σκοπό να παντρευτώ. Όχι σύντομα τουλάχιστον" γέλασα ελαφρά όταν είδα το μάτι της μητέρας μου να γυαλίζει. "Τι εννοείς Αυγή; Σου το ξαναείπα, δεν πρόκειται να γίνω ρεζίλι στο χωριό και να λένε ότι η κόρη μου είναι πόρνη! Θα παντρευτείς ή θα φύγεις για πάντα, με άκουσες;" με τράβηξε από το μανίκι και με έσυρε ως την πόρτα. "Μαμά σε παρακαλώ ξανασκέψου, δεν πρόκειται να αλλάξω τη γνώμη μου αλλά σου υπόσχομαι ότι θα σπουδάσω και θα σε κάνω περήφανη!" προσπάθησα να τη λογικέψω όταν ένιωσα το χέρι της να χτυπάει το πρόσωπο μου. "Έξω από το σπίτι μου ανήθικη!" μου φώναξε όταν με έσπρωξε και έπεσα στο κρύο σκαλοπάτι του σπιτιού. Άρχισα να κλαίω βουβά για τη μοίρα μου. Το κεφάλι μου πονούσε και προσπαθούσα να βρω μια λύση σε αυτό το πρόβλημα. "Κορίτσι μου! Τι συνέβη;" είδα το δήμαρχο του χωριού να τρέχει προς το μέρος μου και πίσω του να με κοιτούν έκπληκτοι οι συγγενείς του. "Η μητέρα με έδιωξε" προσπαθούσα να του πω μέσα στους λυγμούς μου. "Έλα σπίτι μας παιδί μου και θα λύσουμε το θέμα" προσπαθούσε να με καθησυχάσει και με σήκωσε από το χώμα. Περπατήσαμε όλοι μαζί και με έβαλε να ξαπλώσω στον καναπέ του σπιτιού του. "Μην κουνηθείς Αυγή μου, πάω να φέρω κάτι για να καθαρίσουμε τα τραύματα" μου είπε με ένα γλυκό βλέμμα και εξαφανίστηκε προς το μπάνιο. Δεν ήξερα πόσο άσχημη φαινόμουν αυτή τη στιγμή, ήμουν σίγουρη όμως ότι είχα γίνει ρεζίλι μπροστά σε μια οικογένεια. "Μη φοβάσαι παιδί μου, όλα θα τα λύσουμε" περιποιόταν τις πληγές μου στο πρόσωπο όσο ένιωθα το ιώδιο να τσούζει το χείλος μου.
"Μαμά! Τι έπαθε η Αυγή;" είδα τη Μαριώ να βγαίνει από το δωμάτιο μαζί με τον ξένο. "Θεέ μου! Τι έπαθες; Πάλι μάλωσες με τη μητέρα σου;" με κοίταξε ανήσυχη όσο παρέμεινα σιωπηλή. "Να σου γνωρίσω και τον Αντρέα, είναι ο καινούργιος κάτοικος" έκατσαν δίπλα μου και έδωσα το χέρι μου για να τον χαιρετήσω. Όμως όταν ένιωσα το δικό του τίναξα το χέρι μου πίσω νιώθοντας να με καίει. "Χάρηκα" απάντησα γρήγορα για να μην δείξω ότι συνέβη κάτι. "Το όνομα σου είναι Αυγή;" με ρώτησε εκείνος σαν να μην μπορούσε να το πιστέψει. "Ναι, έτσι ονομάζομαι" του είπα και ένιωσα πως ήταν η ώρα να φύγω. "Κύριε Σταμάτη, πρέπει να φύγω. Δεν μπορώ να σας είμαι βάρος" είπα αποφασισμένη αλλά εκείνος με σταμάτησε στην πόρτα. "Κόριτσι μου τι λες; Και που θα μείνεις;" ρώτησε λογικά και σκέφτηκα το πρώτο πράγμα που ήρθε στο μυαλό μου. "Θα πάω στην Αθήνα, το είχα πάρει απόφαση άλλωστε" χαμογέλασα ελαφρά και χαιρέτησα όσους ήταν στο σπίτι.
Περπατούσα για ώρες γύρω από το χωριό. Δεν ήξερα που θα μπορούσα να μείνω, όμως δεν ήθελα να ζητήσω από κάποιον συγχωριανό να με δεχτεί στο σπίτι του. Πρώτον, θα μάθαιναν ότι η μητέρα με χτύπησε και δεν ήθελα να σχηματίσουν άσχημη γνώμη για εμένα και την οικογένεια μου. Από την άλλη, αν έμενα κάπου την επόμενη μέρα θα έλεγαν ότι έχω ήδη βρει σύζυγο.
Αποφασισα να κάνω μια μικρή βόλτα στο δάσος του χωριού. Βγαίνοντας από τα σύνορα με το δρόμο προχώρησα προς την πλαγιά. Θυμάμαι τις ιστορίες που μου έλεγε ο πατέρας. Τρομακτικές ή διασκεδαστικές, ο μπαμπάς ήξερε να διηγηθεί μια φανταστική ιστορία και να την κάνει να φαίνεται τρομερά αληθινή. Κάποτε, μου είχε πει πως ο θρύλος στο χωριό ήταν ένας άντρας ο οποίος έχασε την αγαπημένη του πριν χρόνια και ζήτησε από το Θεό να του δώσει όσα χρόνια χρειαστεί για να τη ξαναβρεί. Φυσικά όλα αυτά δεν μπορούσαν να είναι τίποτε άλλο από μύθους των προγόνων μας.
Βρήκα ένα γερό δέντρο και έκατσα κάτω από αυτό. Θα έπρεπε να σκεφτώ τις επόμενες μου κινήσεις. Θα γυρίσω στη μαμά για να μαζέψω τα πράγματα μου και θα πάω στην Αθήνα. Θα δουλέψω και δεν θα ξαναγυρίσω πίσω. Άλλωστε δεν με θέλει κανένας εδώ. Δεν είμαι τίποτε άλλο από την ορφανή κόρη του καπετάνιου.
Πήρα ξανά το δρόμο της επιστροφής όταν ένιωσα το θρόισμα των φύλλων από πίσω μου. Γύρισα το κεφάλι μου περιμένοντας να δω κάποιον, όμως δεν υπήρχε κανένας εκεί. Δεν έδωσα σημασία, αυτό που ήταν ανάγκη να κάνω είναι να πάω πίσω στο σπίτι. Άνοιξα την πόρτα σιγά σιγά και έφτασα μέχρι το δωμάτιο μου. Η μητέρα μου έλειπε, πιθανόν να είχε βγει για να κάνει αγορές. Μάζεψα τα πράγματα μου σε μια μικρή βαλίτσα και σφράγισα όλες τις αναμνήσεις μου από το Άνθος. Όταν έφτασα στην πόρτα ξαφνιάστηκα από την παρουσία του Αντρέα.
"Γεια σου Αυγή, ανησύχησα για εσένα και είπα να περάσω από εδώ και να δω αν είσαι καλά" έβαλε τα χέρια στις τσέπες του και πήρε μια βαθιά ανάσα. "Σε ευχαριστώ για το ενδιαφέρον σου, τώρα ετοιμαζόμουν να φύγω" τον ενημέρωσα όσο έψαχνα τα κλειδιά της πόρτας. "Μα, που θα πας; Δεν έχεις κάπου να μείνεις" τον άκουσα με έναν παράξενο τόνο στη φωνή του, σαν να ήταν στεναχωρημένος που φεύγω. "Θα βρω κάπου να μείνω, μην ανησυχείς" χαμογέλασα ελαφρά όταν έκλεισα την πόρτα του σπιτιο. Η Αυγή στο Άνθος δεν υπάρχει πλέον.
Ο Αντρέας περπάτησε μαζί μου μέχρι την πλατεία του χωριού αμίλητος, όμως στο τέλος της διαδρομής με κοίταξε περίεργα. "Αυγή, μήπως είναι κάτι για εσένα σήμερα;" με ρώτησε με ένα πολύ σοβαρό βλέμμα. "Ναι, είναι τα γενέθλια μου. Σήμερα γίνομαι δεκαοκτώ" του απάντησα χωρίς να γνωρίζω το λόγο που είχε σχέση η ημερομηνία γέννησης μου. Άλλωστε, δεν έδειξε η μητέρα μου ιδιαίτερο ενθουσιασμό σε αυτό το γεγονός εδώ και χρόνια.
"Αυγή ήθελα να σου πω..." άρχισε να μου λέει όταν πρόσεξα από πίσω του τη Μαριώ. "Αυγή! Τι κάνεις εδώ με τον Αντρέα; Βγήκες ραντεβού μαζί του για να κλέψεις το σύζυγο μου; Θα σε σκοτώσω!" άρχισε να μου επιτίθεται όση ώρα προσπαθούσε ο Αντρέας να τη διώξει μακριά. Άρπαξε τα μαλλιά μου με τα χέρια της και με έσυρε λίγα μέτρα. "Μπορεί τόσα χρόνια να ήσουν η κόρη του καπετάνιου αλλά ξέχασες ότι αυτός έχει πεθάνει. Και δεν μπορεί να σε προστατέψει κανένας" έβγαλε το μαχαίρι από την τσέπη της και το έβαλε στο λαιμό μου. "Τι κάνεις; Δεν είχα σκοπό να πάρω το σύζυγο σου!" προσπάθησα να είμαι ψύχραιμη όση ώρα ο Αντρέας μας κοιτούσε αναστατωμένος. "Έχει δίκιο, εγώ την πλησίασα. Συγνώμη Μαριώ αλλά δεν νομίζω ότι είμαι ο σωστός άνθρωπος για εσένα" γύρισε προς το μέρος της για να την ηρεμήσει.
"Πολύ καλά λοιπόν! Να δω τι θα κάνεις τώρα με την αγαπημένη σου!" φώναξε έξαλλη και ένιωσα κάτι να τρυπάει το στομάχι μου. Ο πόνος ήταν τόσο έντονος που ένιωσα ότι θέλω να κάνω εμετό. "Αυγή!" ένιωσα τη φωνή του να ουρλιάζει όση ώρα με κρατούσε στα χέρια του. "Πονάω" άρχισα να ψιθυρίζω χωρίς καθόλου δυνάμεις. "Μη φοβάσαι, όλα θα είναι εντάξει, σου το υπόσχομαι" με σήκωσε και περπατήσαμε μέχρι το δάσος που βρισκόμουν πριν. Περάσαμε από τα δέντρα, μέχρι που φτάσαμε στη μέση του βουνού.
"Αντρέα" άρχισα να παγώνω επικίνδυνα. Έβγαλε το μπουφάν του και το τύλιξε γύρω μου, όμως δεν μπορούσα να σταματήσω τους σπασμούς του σώματος μου. "Αυγή σε παρακαλώ μείνε για λίγο μαζί μου" με παρακάλεσε και προσπάθησα να μείνω ζωντανή. Τον άκουγα να κάνει διάφορους θορύβους, όμως η όραση μου ήταν πλέον θολή.
"Μη φοβάσαι. Είμαι μαζί σου" ήταν τα τελευταία του λόγια πριν νιώσω να τρυπάει το λαιμό μου. Η αίσθηση δεν έμοιαζε με καμία άλλη από αυτές που ήξερα όσα χρόνια ζω. Η λογική μου δεν μπορούσε να λειτουργήσει, το μόνο που ήξερα ήταν πως είχα σταματήσει να πονάω. "Πιες αυτό" έριξε κάτι στα χείλη μου όση ώρα κρατούσε μαλακά τα μαλλιά μου. Το άγγιγμα του ήταν ελαφρύ και ταυτόχρονα προσεκτικό. Μετά από τόσα χρόνια ένιωθα κάποιον να με προσέχει τόσο πολύ. Δεν πίστευα ποτέ ότι κάποιος θα με βοηθήσει σε τέτοια περίπτωση. Τα μάτια μου άρχισαν να κλείνουν σιγά σιγά από την κούραση που με κατέκλυσε.
"Θα γίνεις καλά Δάφνη" έκλεισα τα μάτια μου με τα τελευταία λόγια του στο μυαλό μου.
Ανοίγοντας τα μάτια μου, πρόσεξα πως το φως της ημέρας ήταν έντονο. Είχα κοιμηθεί το βραδυ μόνη μου στο δάσος.
"Εδώ είμαι" πρόσεξα τον Αντρέα δίπλα μου στο έδαφος. Είχε βγάλει το μπουφάν του και με είχε αγκαλιάσει. Θυμήθηκα τα χτεσινά γεγονότα και άγγιξα ενστικτωδώς το λαιμό μου. Δεν υπήρχε κανένα σημάδι από αυτά που ένιωσα χτες.
"Αντρέα είχα παραισθήσεις; Νόμιζα πως..." άρχισα να ξεδιαλύνω το μυαλό μου. "Όχι Αυγή, δεν είχες παραισθήσεις. Η Μαριώ σε μαχαίρωσε και εγώ σε έφερα εδώ για να γίνεις καλά" μου χαμογέλασε γλυκά. "Πρέπει να μάθεις κάτι" σηκώθηκε όρθιος για να έχω την πλήρη εικόνα του. Ήθελα τόσο πολύ να σηκωθώ κι εγώ, όμως ήμουν τόσο κουρασμένη για να κουνήσω το σώμα μου.
"Αυγή μπορεί να σου φανεί περίεργο όμως..." πήρε μια βαθιά ανάσα. "Δεν ζούσα στην Αθήνα. Δεν είμαι συγγενής του κυρ Γρηγόρη και ούτε είχα σκοπό να μείνω στο Άνθος. Ήρθα για να βρω εσένα" είπε με μια ανάσα. "Τι εννοείς εμένα; Πώς ήξερες για εμένα;" τον κοίταξα με ανοιχτό το στόμα.
"Πάντα ήξερα για εσένα Αυγή. Σε πρόσεχα από τότε που ήσουν πολύ μικρή, όταν ζούσες ωραία παιδικά χρόνια ακόμα και όταν πέθανε ο πατέρας σου. Φρόντιζα συνέχεια την οικογένεια σου" δεν μπορούσα να ακούσω τα λόγια του. "Εσύ είσαι το πρόσωπο που μου έλεγε ο μπαμπάς; Ο ευεργέτης του Άνθους ήσουν εσύ;" έβγαλα το συμπέρασμα μου σε δευτερόλεπτα. "Φρόντισα όλες τις γενιές των συγγενών σου ώστε να ζήσουν μια πλούσια ζωή. Χαιρόμουν που τους έβλεπα σε υψηλές θέσεις. Είχα μάθει για την θέση που θα έπαιρνε ο πατέρας σου αν δεν συνέβενε αυτό" έμεινα σιωπηλή για μερικά λεπτά.
"Θα σου πω μια μικρή ιστορία. Το 1906, μια κοπέλα στο χωριό αυτό ήταν η μεγάλη αγάπη ενός νεαρού τότε κυνηγού. Την έλεγαν Δάφνη. Και ήταν στην ηλικία σου" έκατσε ξανά κάτω για να είναι πιο κοντά μου. "Είχαν σχέση για λίγο καιρό, μέχρι τη στιγμή που ληστές εισέβαλλαν στο σπίτι της και σκότωσαν εκείνη και τη μητέρα της. Δεν μπόρεσε να τη σώσει. Ο πατέρας της από τη στεναχώρια του μετακόμισε και παντρεύτηκε μια άλλη γυναίκα όπου έκανε μια καινούργια οικογένεια. Όμως αυτός ο νεαρός δεν έπαψε ποτέ να πιστεύει στην αγάπη του" πρόσεξα πως σκούπιζε τα δάκρυα του πλέον.
"Εσύ πως τα ξέρεις αυτά;" ρώτησα νομίζοντας πως ήταν η ιστορία κάποιου προγόνου του. "Γιατί είναι η ιστορία μου. Το όνομα σου είναι Δάφνη ή τουλάχιστον ήταν σε εκείνη τη ζωή. Περίμενα τόσο καιρό να γεννηθεί θηλυκός απόγονος της οικογένειας σου και τώρα ξέρω ότι είσαι εσύ. Είστε ίδιες" άρχισε να αγγίζει το χέρι μου όμως έκανα πίσω. "Αντρέα, σε παρακαλώ με τρομάζεις. Δεν μπορείς να είσαι εκατόν δώδεκα χρονών!" γέλασα ελαφρά όμως εκείνος παρέμεινε σιωπηλός. "Σε παρακαλώ, μην τρομάξεις" σηκώθηκε όρθιος και είδα δύο μεγάλους κυνόδοντες να βγαίνουν από τα χείλη του.
"Αντρέα τι είσαι;" πάγωσα και έκανα μερικά βήματα πίσω. "Αυγή σε παρακαλώ, δεν πρόκειται να σε πειράξω ποτέ. Σε έσωσα, σε έκανα σαν εμένα" είπε βιαστικά και τότε ένιωσα να ζαλίζομαι. "Τι με έκανες Αντρέα;" τον ρώτησα ξανά άγρια. "Είσαι βρικόλακας πλέον, όπως εγώ. Δεν είμαστε όπως όλοι νομίζουν, αν προσέχεις δεν πρόκειται να σκοτώσεις κανέναν" άπλωσε το χέρι του προς εμένα.
"Δεν μπορεί να συμβαίνει αυτό! Δεν υπάρχουν βρικόλακες!" φώναξα δυνατά μέχρι που παραπάτησα και έπεσα στο πάτωμα. "Αυγή! Αυγή είσαι καλά;" άρχισε να έρχεται κοντά μου όταν ένιωσα τρομερό πονοκέφαλο. "Σε παρακαλώ κάντο να σταματήσει!" ούρλιαξα από τον πόνο όταν ξάπλωσα στο έδαφος. Νόμιζα ότι έβλεπα κάποιο όραμα μπροστά μου. Το χωριό μου σε μια άλλη εποχή, αρκετά διαφορετικό και τον Αντρέα να είναι με μια κοπέλα που μου μοιάζει τρομερά. Σε αγαπάω Δάφνη τον είδα να τη φιλάει την ίδια στιγμή που ένιωσα στα χείλη μου την αίσθηση. Δεν μπορεί να είμαι εγώ!
"Είμαι εγώ η Δάφνη;" ήμουν έτοιμη να βάλω τα κλάματα όταν με αγκάλιασε σφιχτά. "Είσαι καλά αγάπη μου. Δεν πρόκειται να σε αφήσω ποτέ ξανά μόνη. Το μυαλό είναι της Αυγής, όμως η καρδιά είναι της Δάφνης. Εγώ θα σε αγαπάω όπως κι αν σε λένε" με φίλησε στοργικά στα χείλη.
Πάντα ένιωθα ότι ήμουν ανεπιθύμητη εδώ. Δεν πρόσεχε κανένας την Αυγή, ούτε τη νοιαζόταν. Κι αυτό το καταλαβαίνω τώρα. Δεν υπήρξε ποτέ η Αυγή. Ήταν η Δάφνη, εγκλωβισμένη σε ένα σώμα που δεν μπορούσε να διαχειριστεί. Και περίμενε τον άνθρωπο που θα την απελευθέρωνε από τη φυλακή της.
Φύγαμε χωρίς να δώσουμε καμία ειδοποίηση και για λίγα χρόνια μείναμε στην Αθήνα. Όταν ήμασταν σίγουροι ότι είμαστε έτοιμοι για τη νέα ζωή μας, φύγαμε στο εξωτερικό. Ξεχάσαμε για πάντα το Άνθος.

The Valentine's Contest 2018- AnthologyWhere stories live. Discover now