Πέρα από το μπαλκόνι, τα τζιτζίκια τραγουδούσαν.
Ήταν ο ήχος του καλοκαιριού, οικείος και μονότονος. Η ζέστη έκανε τις παλάμες του Οδυσσέα να ιδρώνουν καθώς τις τύλιγε γύρω από το σώμα του. Δεν φορούσε τίποτα περισσότερο από μια μπεζ βερμούδα και πλαστικά παπούτσια με τον spiderman. Παρόλα αυτά ένιωθε να καίγεται. 39 βαθμούς είχε ανακοινώσει το πρωινό δελτίο καιρού στην τηλεόραση της μητέρας του.
Εκεί, στο μπαλκόνι ένα ελαφρύ, καυτερό αεράκι παρέσερνε τα μαλλιά του Ανδρέα που είχε κολλήσει το πρόσωπο του ανάμεσα στα κάγκελα.
«Κοίτα», του είπε ο Ανδρέας. Ο Οδυσσέας δεν μπορούσε να δει το πρόσωπο του αλλά μπορούσε να φανταστεί τη λάμψη των ματιών του. Ήταν φίλοι από τότε που θυμόταν τον εαυτό του. Πέντε ολόκληρα χρόνια. Μια αιωνιότητα. «Μπορείς να δεις όλη την πόλη».
«Δεν-» έκανε το άλλο αγόρι. Φοβόταν να πλησιάσει πιο μπροστά. Γύρω τους ακουγόταν το σιγανό βουητό του κλιματιστικού. «Δεν είναι καλύτερα να μπούμε μέσα;»
«Γιατί να μπούμε μέσα;» τον ρώτησε ο Ανδρέας όλο απορία. Τα μάτια του είχαν το χρώμα του ουρανού. Του ουρανού όπως ακριβώς ήταν εκείνη τη στιγμή: ασυννέφιαστος και καταγάλανος. «Είναι ωραία εδώ».
«Η μαμά μου λέει να μην βγαίνω στο μπαλκόνι. Αν πέσουμε θα πεθάνουμε».
«Δεν θα πέσεις, μπούφε», του έκανε το άλλο αγόρι, απλώνοντας το χέρι του προς το μέρος του. Ο Οδυσσέας τύλιξε τα δάχτυλα του γύρω από τα δικά του. «Θα σε προσέχω εγώ».
Αυτό έκανε μια αύρα τόλμης να τυλίξει την καρδιά του αγοριού. Παρόλα αυτά δεν πλησίασε το μπαλκόνι. Το σπίτι του Ανδρέα, βρισκόταν, άλλωστε, στον πέμπτο όροφο και το μπαλκόνι του κρεμόταν πάνω από άσφαλτο. Λίγες μέρες πριν, είχαν προσπαθήσει να περπατήσουν το δρόμο χωρίς παπούτσια και οι πατούσες του Οδυσσέα είχαν γίνει κόκκινες από τον πόνο της κάψας. Αν έπεφτε, μπορεί να μην πέθαινε, αλλά δεν ήθελε να κάψει και το υπόλοιπο σώμα του.
Ο Ανδρέας δεν είχε κλάψει όταν έκαψαν τα πόδια τους στην άσφαλτο. Αλλά ο Ανδρέας ήταν γενναίος. Δεν είχε κλάψει καν στην πρώτη τους μέρα στο νηπιαγωγείο. Είχε, αντιθέτως, πιάσει το χέρι του Οδυσσέα και είχε υποσχεθεί στη μητέρα του ότι θα τον πρόσεχε. Της είχαν γυρίσει την πλάτη, με τα χέρια τους ενωμένα, ο ένας με δάκρυα στα μάτια και ο άλλος με τσιρότα στα γόνατα.
«Κοίτα», του έκανε ξανά ο Ανδρέας, δείχνοντας του πέρα, στον ορίζοντα. «Αν κοιτάξεις καλά, θα δεις τη θάλασσα».
«Σου αρέσει η θάλασσα;» τον ρώτησε ο Οδυσσέας.
«Αχά», του έκανε το αγόρι, χαμογελώντας του με ένα χαμόγελο γεμάτο δόντια. «Μια μέρα θα πάρω ένα μεγάλο σπίτι στη θάλασσα για να μπορώ να την βλέπω κάθε μέρα».
«Ω», έκανε όλο θαυμασμό ο Οδυσσέας.
«Και θα μείνουμε μαζί εκεί, εντάξει;»
«Εντάξει», συμφώνησε το αγόρι.
Ο Ανδρέας κούνησε το κεφάλι του σε σκέψεις.
«Πρέπει να μείνουμε μαζί», του είπε. «Για να μπορώ να σε προσέχω».
YOU ARE READING
στον μικρό μας κόσμο, με θέα τη θάλασσα
Short Storyη ιστορία δύο αγοριών σε πέντε στιγμιότυπα σε ένα μπαλκόνι