Βαλεντίνα
Τον άφησα να σφίξει τη γνάθο μου στην παλάμη του και να με φιλήσει μέχρι να ηρεμήσει. Το μόνο που ήθελα ήταν να τραβήξω το όπλο μου και να του ρίξω κατευθείαν αλλά προσπάθησα να συναιτίσω τον εαυτό μου.
"Τομ, με πονάς." μούγκρισα και τον έσπρωξα από πάνω μου, σταματώντας τον από το να συνεχίσει. Με κοίταξε με τα μάτια του να γυαλίζουν και τα χείλη του να φαίνονται πρησμένα. Έβγαλα ένα τσιγάρο, το άναψα και πληκτρολόγησα στο κινητό μου τον αριθμό του Αντρέ.
"Σε ποιον παίρνεις;" ρώτησε περίεργος και πλησίασε πάλι κοντά μου. Τον αγνόησα και ανέμεινα στο ακουστικό, περιμένοντας τον Αντρέ να το σηκώσει. Την τρέλα μου, παρόλο που ήξερα πως όταν ήταν με την οικογένεια του έκλεινε τα πάντα, ήλπιζα πως αυτήν τη φορά δε θα το είχε κάνει.
Μου άρπαξε τη συσκευή από το χέρι, πάτησε το κουμπί του τερματισμού της κλήσης και έβαλε το κινητό στην τσέπη του, προχωρώντας προς το αυτοκίνητο.
"Δώσε μου πίσω το κινητό." φώναξα εκνευρισμένη και έτρεξα πίσω του για να το φτάσω. Όταν τον έφτασα, εκείνος γύρισε στο μέρος μου και στηρίχτηκε στο αυτοκίνητο, σε στάση που τον έκανε να μοιάζει τόσο αλήτη που για μια στιγμή ξέχασα πως ήταν μπάτσος.
"Πρώτα θα σε πάω σπίτι και μετά θα στο επιστρέψω." υποσχέθηκε και μου άνοιξε την πόρτα του συνοδηγού. Ξεφύσηξα κουρασμένη και μπήκα μέσα, ανυπομονώντας να φτάσω στο διαμέρισμά μου και να ξεσπάσω κάπου τα νεύρα μου.
Έβαλε μπρος και πήρε το δρόμο του γυρισμού. Έμεινα αμίλητη, βράζοντας μέσα μου. Ήμουν γενικά πολύ υπομονετικό άτομο, που δε νευρίαζε με το παραμικρό και κανένας μαλάκας δε με έκανε να αντιδράω· και τώρα αυτός με είχε καταντήσει σε κατάσταση που αντιμετωπιζόταν μόνο με χάπια.
"Συγγνώμη." ψέλλισε με την λέξη ίσα να βγαίνει από τα χείλη του. Ανεβοκατέβασα το κεφάλι αόριστα χωρίς να απαντήσω το παραμικρό. "Δεν ήθελα να σε εκνευρίσω, ειδικά στο πρώτο μας ραντεβού." το γέλιο μου βγήκε αυθόρμητο στα λόγια του, κάνοντας και αυτόν να χαμογελάσει ενώ κοιτούσε το δρόμο, "Γιατί γελάς;"
"Μου φαίνεται αστείο ότι με έβγαλες ραντεβού." αποκρίθηκα μόλις κατάφερα να σταματήσω.
Εκείνος πήρε το βλέμμα του από το δρόμο και με κοίταξε στα μάτια, ακουμπώντας το χέρι του πάνω στο δικό μου. Τα μάτια μου κόλλησαν στα χέρια μας για όλη την υπόλοιπη διαδρομή· είχε περάσει πολύς καιρός από την τελευταία φορά που μου είχε αγγίξει κάποιος το χέρι με τόση αγάπη και τρυφερότητα και ένιωσα την ψυχή μου να μαλακώνει στην κίνηση του. Ο τρόπος που τα δάχτυλά του είχαν καλύψει τα δικά μου, τόσο απαλά, με έκανε να αναρωτιέμαι αν έκανα σωστά που προσπαθούσα να τον αποφύγω τόσο καιρό.

YOU ARE READING
Νόμος και Αταξία
RomanceΟ τριαντάχρονος αστυνόμος Τόμας Τζόνσον μετατίθεται από το αστυνομικό τμήμα της Νέας Υόρκης σε μια μικρή πόλη του Όκλαντ, με μοναδικό του στόχο να σώσει την περιοχή από την επίδοξη συμμορία γκάνγκστερ που κάνει ακόμη πιο αισθητή την παρουσία της τα...