Ο ήλιος έπεσε .Και εγώ ήμουν ακόμα εκεί. Περιμένοντας... Τον περίμενα για ώρες, αλλά ποτέ δεν εμφανίστηκε. Μετά από λίγα λεπτά αποφάσισα να φύγω. Αλλά το να φύγω δεν ήταν το δύσκολο. Το δύσκολο ήταν να ξαναγυρίσω σε αυτό το μέρος. Περιμένοντας ξανά. Το επόμενο πρωί δύο πράγματα ήρθαν στο μυαλό μου: α )Πρέπει να φύγω από εδώ β) ΤΩΡΑ. Όταν ήταν η ώρα να φύγω για το σχολείο, άφησα ένα σημείωμα στην οικογένεια μου, λέγοντας:
"Θα χρειαστεί να λείψω για ένα χρονικό διάστημα, να ξέρετε σας αγαπάω πολύ και ελπίζω να σας ξαναδώ
Με αγάπη Αλάσκα"
Πριν φύγω ο μικρός μου αδελφός, έτρεξε πάνω μου και με αγκάλιασε τόσο δυνατά, σαν να ήξερε. Μετά από λίγο άκουσα το σχολικό να κορνάρει και έτρεξα αφού τον αποχαιρέτησα. Στο σχολείο επικρατούσε ησυχία από την πλευρά μου διότι ακόμα και εκεί ήταν εξαφανισμένος. Σκέφτηκα ότι αν πήγαινα τουλάχιστον για μια τελευταία φορά μπορεί και να τον έβλεπα. Καθώς γύρναγα από το σχολείο, άκουσα από πίσω μια φωνή να φωνάζει το όνομα μου. Σαν να με ακολουθούσε.
''Αλάσκα."
Να 'το πάλι. Αυτή τη φορά απάντησα. Αν και η φωνή αυτή μου ακουγόταν γνωστή...
«Ποιος είναι;»
«Αλάσκα εγώ είμαι.», είπε. Δεν απάντησα. Ξαφνικά ένιωσα ένα χέρι να με τραβάει.
«Μπέν, εσύ είσαι;», ρώτησα ξαφνιασμένη.
«Ναι. Συγνώμη.», αποκρίθηκε.
«Πού ήσουνα τόσο καιρό;», τον ρώτησα.
«Είναι μεγάλη ιστορία. Πρέπει να φύγεις από εδώ το συντομότερο...», είπε φοβισμένος.
«Τι έγινε;», ρώτησα τρομαγμένη.
Φωνές ακούστηκαν να πλησιάζουν.
«Πρέπει να φύγω. Σου υπόσχομαι πως θα ξαναγυρίσω.», είπε βιαστικά.
«Περίμενε...»
Μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα είχε εξαφανιστεί. Έτρεξα στο σπίτι μου όσο πιο γρήγορα μπορούσα. Όταν έφτασα ξαφνικά είδα την μητέρα μου από το μικρό παραθυράκι της κουζίνας. Δεν ήθελα να την ταράξω οπότε μπήκα από την πίσω πόρτα χωρίς να με δει. Λογικά δεν θα είχε διαβάσει το σημείωμα. Μάζεψα τα πράγματα μου και έφυγα απαρατήρητη. Με τις ώρες νύχτωνε και εγώ ακόμα δεν ήξερα που να πάω. Πίστευα ότι έτσι ξαφνικά θα εμφανιζόταν ξανά. Άρχισα να ακούω βήματα να επιταχύνονται από πίσω μου. Για μια στιγμή χάρηκα. Νόμιζα ότι ήταν αυτός. Αλλά έκανα λάθος. Ο άνθρωπος που ήταν πίσω μου ήταν ένας άγνωστος. Μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα με είχε βάλει σε ένα αμάξι, χωρίς κανείς να το προσέξει. Απίστευτο όμως. Κανείς δεν κατάλαβε τίποτα. Κάνεις δεν αναρωτήθηκε.
«Φτάσαμε.», είπε.
Ακόμα δεν είχα καταλάβει τι είχε γίνει. Με χτύπησε. Μετά άρχισε να με πλησιάζει. Προσπάθησα να αντισταθώ αλλά μου είχε δέσει τα χέρια. Άρχισε να με χτυπάει δυνατότερα. Πονούσα, αλλά το μόνο που μπορούσα να κάνω ήταν υπομονή. Καθώς ήταν έτοιμος να βγάλει τα ρούχα μου, ακούστηκαν φωνές. Ήταν μια παρέα η οποία άραζε συχνά σε αυτό το μέρος. Μόλις με είδαν δεμένη και χτυπημένη έτρεξαν να με βοηθήσουν. Ο ένας κυνήγησε αυτόν που με χτύπησε, τον έπιασε και κάλεσε την αστυνομία.
«Ακίνητος.», φώναξαν όταν έφτασαν.
H παρέα με πήρε μαζί της, προφανώς για να με καθησυχάσει αλλά δεν είχα και πού να πάω. Εκεί που καθόμασταν ο ένας άρχισε να με ρωτάει διάφορες ερωτήσεις. Μπορώ να ομολογήσω ότι ήταν αρκετά αδιάκριτος.
«Τι έγινε;», ρώτησε γεμάτος περιέργεια.
«Πότε;»
«Εκεί πέρα, πριν έρθουμε εμείς και η αστυνομία;»
«Συγγνώμη, αλλά δεν θέλω να το συζητήσω.»
«Έλα πες...», συνέχισε.
«Είπα δεν θέλω να το συζητήσω.», απάντησα σχεδόν φωναχτά.
«Ρε Παύλο γάμα το.» ,πετάχτηκε ο διπλανός του.
«Εσένα τι σε νοιάζει», ανταποκρίθηκε ο Παύλος.
Άρχισαν να μαλώνουν. Έφυγα σιγά σιγά και άρχισα να τρέχω, μόνο που δεν είχα καταλάβει ότι κάποιος με ακολουθούσε. Στην αρχή φοβήθηκα. Νόμισα ότι θα ξαναερχόταν. Άρχισα να τρέχω πιο γρήγορα, αλλά με σταμάτησε η κόρνα ενός αυτοκινήτου. Για λίγο θα με είχε πατήσει. Με πλησίασε. Όταν αντίκρισα το πρόσωπο του, κατάλαβα ότι ήταν ένας από την παρέα.
«Είσαι καλά;», ρώτησε.
«Ναι.», απάντησα.
Ποιος είναι αυτό το μυστηριώδες αγόρι;
Τι θέλει να της πει ο Μπεν που είναι τόσο σημαντικό ώστε να φύγει;
ΜΑΘΕ ΤΟ ΣΤΟ ΕΠΟΜΕΝΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ!!!!!!!
![](https://img.wattpad.com/cover/160265356-288-k621055.jpg)
YOU ARE READING
Το τέλος της Αθωότητας
Romance«Ξέρεις κάτι Τσάρλι, άντε γαμήσου. Δεν ξέρω καν γιατί σε ερωτεύτηκα...», τον διέκοψα. Αν και δεν ξέρω γιατί είπα το τελευταίο δυνατά... «Με ερωτεύτηκες; Δεν με ξέρεις καν.» ,είπε με ένα ελαφρύ ειρωνικό γέλιο. Δεν κρατήθηκα. Του έδωσα ένα χαστούκι κα...