Η Σαμοθράκη είχε χωριστεί σε δέκα περιοχές. Οι τρομοκράτες είχαν εγκατασταθεί στην Περιοχή 9, τρεις περιοχές πιο κάτω από εμένα, οπότε έπρεπε να ήμουν πολύ προσεχτική με τις κινήσεις μου. Σιγά σιγά χωρίς με πάρουν χαμπάρι , έφτασα σπίτι μου. Η πόρτα ήταν μισάνοιχτη. Γιατί όμως;
«Μαμά; Γουίλ;», φώναξα.
Καμιά απάντηση. Προχώρησα πιο μέσα. Ξαφνικά άρχισα να ακούω αναπνοές. Πήγα στο ντουλάπι δίπλα από την εξώπορτα, πήρα ένα όπλο που φυλάγαμε για έκτακτη ανάγκη και ακολούθησα τις αναπνοές. Όταν έφτασα στην κουζίνα, τους είδα κάτω από το τραπέζι.
«Μαμά!», φώναξα και έτρεξα πάνω της.
«Αλάσκα;», ανταποκρίθηκε.
Την αγκάλιασα τόσο σφιχτά. Μετά ήρθε και ο αδελφός μου. Δεν ήμουν πολύ της αγκαλιάς αλλά είχα φοβηθεί ότι θα τους έχανα.
«Σας αγαπάω τόσο πολύ», είπε η μητέρα μου.
Βήματα ακούστηκαν να πλησιάζουν. Ξαφνικά ένας από τους τρομοκράτες μπήκε μέσα στο σπίτι και πυροβόλησε την μητέρα μου κατάκαρδα. Ένα δάκρυ κύλισε από τα μάτια της καθώς έπεφτε. Έκλεισα τα μάτια του Γουίλ και έπεσα στο πάτωμα κλαίγοντας. Ο άγνωστος άρχισε να πλησιάζει προς τα εμάς και όπως ήταν έτοιμος να μας πυροβολήσει έβγαλα το όπλο που είχα και τον πυροβόλησα στο κεφάλι τέσσερις φορές.
«Ανέβα στους ώμους μου.», φώναξα στον Γουίλ.
Όταν ανέβηκε άρχισα να τρέχω όσο πιο γρήγορα μπορούσα. Δεν ξέρω καν που είχαμε φτάσει. Ξαποστάσαμε σε ένα δέντρο. Του έδωσα λίγο νερό και μετά από λίγο τον πήρε ο ύπνος. Άκουσα θόρυβο. Σηκώθηκα, τράβηξα το όπλο από την τσάντα μου και κρυφοκοίταξα από τον δέντρο. Ήταν τρία αγόρια. Βγήκα από τον δέντρο και τους σημάδεψα με το όπλο.
«Μην κουνηθείτε.» ,φώναξα.
«Ήρεμα, ήρεμα. Είμαστε επιζώντες.», είπε ο ένας.
«Και πού το ξέρω εγώ αυτό;», ρώτησα.
Το τρίτο αγόρι ήρθε μπροστά. Ο Τσάρλι. Μόλις τον είδα το χέρι μου άρχισε να τρέμει. Μετά από λίγα δευτερόλεπτα το όπλο ξαφνικά γλίστρησε από τα χέρια μου και έπεσε κάτω. Οι παρέα που ήταν μαζί του, δεν ήταν η παρέα που με είχε βρει στην αποθήκη. Ο ένας από τους δύο πήρε το όπλο, με σημάδεψε, και ο άλλος ήταν έτοιμος να τρέξει πάνω μου μέχρι που η φωνή του ακούστηκε.
«Αλάσκα;»
Ήταν όντως αυτός. Για μια στιγμή χάρηκα που τον ξαναείδα.
«Την ξέρεις;» ,ρώτησε ο ένας.
«Ναι. Την γνώρισα πριν λίγες μέρες.», απάντησε.
Εκείνοι κατασκήνωσαν λίγο πιο δίπλα από εμάς. Ο Τσάρλι και εγώ πήγαμε να γεμίσουμε κάτι άδεια μπουκάλια με νερό. Πιάσαμε την κουβέντα. Το ένα το έφερε στο άλλο.
«Δεν μου αρέσει να μιλάω και πολύ για τον εαυτό μου...», είπα.
«Ούτε εμένα», είπε και εκείνος με ένα χαζό χαμόγελο.
Το βράδυ ανάψαμε φωτιά και αρχίσαμε να τραγουδάμε όλοι μαζί. Λίγο πριν πάμε για ύπνο ο Γουίλ μου είπε ότι φοβάται. Άρχισε να κλαίει. Ένας από τους φίλους του Τσάρλι που τον άκουσε του είπε ότι οι γονείς μας θα βρουν μια λύση με την βοήθεια τον μπάτσων και θα πάμε όλοι μαζί σε ένα ασφαλέστερο μέρος. Όμως εγώ δεν κρατήθηκα. Ξέσπασα.
«Σταμάτα! Το κάνεις χειρότερα», φώναξα. «Και η τελευταία μέρα στον κόσμο να ήταν εγώ βοήθεια από τους μπάτσους δεν παίρνω.», είπα.
«Τι λέει η γκόμενα ρε.», είπε. Το τι ακολούθησε ήταν αναμενόμενο, αν με ήξερε.
Εκνευρίστηκα, του έχωσα μία δυνατή μπουνιά και έφυγα. Ο Τσάρλι με ακολούθησε.
«Τι έγινε;», με ρώτησε εκνευρισμένος.
«Συγνώμη... Μήπως πείραξα την φιλενάδα σου;», ρώτησα ειρωνικά.
«Μίλα καλύτερα.», φώναξε.
«Πω ρε Τσάρλι, παράτα με», είπα και πήγα να φύγω.
Το χέρι του με εμπόδισε. Είχα ήδη δακρύσει και δεν άντεχα να του πάω άλλο κόντρα. Από την μια ήθελα να του το πω αλλά από την άλλη κάτι δεν με άφηνε. Ή μήπως εγώ έπρεπε να το αφήσω; Όσος καιρός είχε περάσει από τον πάτερα μου περνάγαμε πολύ δύσκολα με την μητέρα μου. Τώρα όμως; Που «έφυγε» και αυτή; Αν το έλεγα σε κάποιον θα μου ήταν πιο εύκολο.
Τι θα γίνει τελικά; Θα ανοιχτεί στον Τσάρλι;
Δες το επόμενο κεφάλαιο για να μάθεις.
Ποια είναι η γνώμη σας για τον Τσάρλι ως τώρα.... πείτε μου στα σχόλια.
YOU ARE READING
Το τέλος της Αθωότητας
Romance«Ξέρεις κάτι Τσάρλι, άντε γαμήσου. Δεν ξέρω καν γιατί σε ερωτεύτηκα...», τον διέκοψα. Αν και δεν ξέρω γιατί είπα το τελευταίο δυνατά... «Με ερωτεύτηκες; Δεν με ξέρεις καν.» ,είπε με ένα ελαφρύ ειρωνικό γέλιο. Δεν κρατήθηκα. Του έδωσα ένα χαστούκι κα...