«Είσαι καλά;», ρώτησε.
«Ναι.», απάντησα.
Με κοίταξε βαθιά στα μάτια. Παράτησα στιγμιαία τα τατουάζ, που έφταναν μέχρι την άκρη των καρπών του καθώς και μέχρι τα άκρα του λαιμού του. Όταν τον είδα πιο καθαρά με το φως του δρόμου να τον φωτίζει, είδα μέσα στα μάτια του κάτι γνωστό. Τότε πρόσεξα και το σκουλαρίκι που είχε στην αριστερή πλευρά της μύτης του. Ήμουν έτοιμη να φύγω όταν ξαφνικά η φωνή του με σταμάτησε.
«Περίμενε!», φώναξε. Σταμάτησα και κοίταξα πίσω. «Δεν μου είπες το όνομα σου.»
Χαμογέλασα.
«Θες τόσο πολύ να με γνωρίσεις;», είπα και ένα αγνό χαμόγελο εμφανίστηκε στα χείλι του. «Αλάσκα.», απάντησα στο τέλος.
«Πως και σε βγάλαν έτσι;», ρώτησε περίεργος.
«Μεγάλη ιστορία...», απάντησα.
«Να μου πεις μια φορά.»
«Δεν θα παραλείψω...», ανταποκρίθηκα. «Εσένα; Πως σε λένε;»
«Τσάρλι.»
Μετά από την γνωριμία η συζήτηση έγινε λίγο αμήχανη. Δεν πέρασαν ούτε δέκα λεπτά και έφυγα. Η αλήθεια όμως είναι ότι μπορεί να έφευγα από εκεί αλλά δεν είχα που να πάω. Έτσι όπως προχωρούσα σκέφτηκα να πάρω τηλέφωνο την Πέννυ, την καλύτερη μου φίλη. Θα πήγαινα να κοιμηθώ στο σπίτι της.
Καθώς προχωρούσα στον δρόμο ακούγοντας μουσική κάποιος με πήρε τηλέφωνο. Ήταν απόρρητο. Για μια στιγμή φοβήθηκα να το σηκώσω. Μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα είχε κλείσει. Μετά από λίγο το τηλέφωνο ξαναχτύπησε. Ήταν πάλι απόρρητο. Το σήκωσα.
«Ναι;», είπα.
Δεν άκουγα τίποτα παρά μόνο λαχανιασμένες αναπνοές. «Ποιος είναι;», ρώτησα.
«Αλάσκα, ο Μπέν είμαι.», απάντησε.
«Μπέν; Τι θες τέτοια ώρα;», ρώτησα γεμάτη περιέργεια.
«Αλάσκα πρέπει να φύγεις το γρηγορότερο από εκεί.», είπε.
«Γιατί; Τι έχει γίνει;», είπα.
«Δεν μπορώ να σου πω από εδώ. Πρέπει να συναντηθούμε. Αύριο στις 12:45 ,στο πίσω μέρος του σχολείου.», απάντησε.
Το τηλέφωνο έκλεισε προτού προλάβω να απαντήσω. Μετά από δύο λεπτά έφτασα στο σπίτι της Πέννυς. Χτύπησα την πόρτα και μου άνοιξε η Κατερίνα, η μητέρα της. Ανεβήκαμε στο δωμάτιο της και άρχισα να τις περιγράφω ότι έγινε από το πρωί έως τώρα.
YOU ARE READING
Το τέλος της Αθωότητας
Romance«Ξέρεις κάτι Τσάρλι, άντε γαμήσου. Δεν ξέρω καν γιατί σε ερωτεύτηκα...», τον διέκοψα. Αν και δεν ξέρω γιατί είπα το τελευταίο δυνατά... «Με ερωτεύτηκες; Δεν με ξέρεις καν.» ,είπε με ένα ελαφρύ ειρωνικό γέλιο. Δεν κρατήθηκα. Του έδωσα ένα χαστούκι κα...