Η έμπνευση

298 18 6
                                    

Έγραφα, έσβηνα και ξαναέγραφα και ξαναέσβηνα.  Ξανά και ξανά. Και πάλι. Δεν θα έβγαινε ποτέ. Ποτέ. Και γιατί να βγει στο κάτω κάτω; Ήτανε τίποτα εύκολο; Τίποτα να το παίζω στα δάχτυλα; Καμία ειδικότητα; Απλά μου είχε κολλήσει αυτή η έμπνευση. Έτσι μου κολλούσαν διάφορα ανά καιρούς.Τα ξεκινούσα, τα προσπαθούσα και μετά τίποτα. Ήμουν πλέον σχεδόν προκατειλημμένη απέναντι σε αυτή τη συνήθεια. Αυτή την ιστορία δεν θα την έγραφα ποτέ, ποτέ, ποτέ. Να τα παρατούσα κιόλας; σκεφτόμουν. Μπορεί. Σε λιγάκι τουλάχιστον. Ας προσπαθήσω λίγο. Λίγο ακόμα.

Σήκωσα το τηλέφωνο και πληκτρολόγησα τον αριθμό. Άντε να δούμε. Έκανε πολλά τουτου μέχρι να το σηκώσει. Που είναι πια; Επίτηδες το κάνει;

-Ναι;

-Έλα ρε παιδί μου! Που είσαι;

Θα έσκαγα, έτσι με έβλεπα.

-Κοιμόμουν βρε κορίτσι μου, 2 η ώρα!

Κοίταξα το ρολόι και δαγκώθηκα, πως περνάει έτσι η ώρα;; Ας μπω κατευθείαν στο θέμα.

-Δε μου λες; Έχεις καμία ιδέα πως είναι να χάνει κάποιος έναν πολύ αγαπημένο του άνθρωπο;;

Πέταξα τη βόμβα. Παύση. Μεγάλη παύση.

-Τι λες; Όνειρο έβλεπες πάλι;

Είχα δει τέτοιο όνειρο όντως. Πριν λίγο καιρό. Πολύ άσχημο όνειρο.

-Όχι, κάτι γράφω.

-Δεν τα λέμε αύριο βρε γλυκιά μου; Με πήρες και συ ξημερώματα για να με ρωτήσεις πως... Τι με ρώτησες;

Αναστέναξα και το έκλεισα. Σήμερα λύση δεν θα έβρισκα. Και αυτή η κοπέλα ξημερώματα να κοιμάται; Να μην είναι εκεί για την κολλητή της; Παραλογιζόμουν. Λίγο.Ξαναπήρα.

-Έλα

Αμέσως το σήκωσε.

-Αύριο για καφέ στις 12;

-Εντάξει,θα έρθω να σε πάρω

Το έκλεισε. Τέλεια! Φανταστικά. Άντε και εγώ ως ανταμοιβή θα έδινα το όνομα της σε μια από τις ηρωίδες μου. Ελένη. Ωραίο όνομα για ηρωίδα. Ε; Το δικό μου θα το έδινα σίγουρα σε μια άλλη. Σίγουρα. Σχεδόν.

Η ιστορία αυτή μου είχε κολλήσει εδώ και καιρό. Έτσι όπως περπατούσα στο δρόμο μια μέρα, σκέφτηκα, έτσι ξαφνικά, πως να ήταν ο θάνατος μου για οποιονδήποτε άλλο. Γνωστό, άγνωστο, τι σημασία είχε; Στο νου μου το ιδανικό θα ήτανε κάτι σαν ένα μεγάλο γαϊτανάκι θανάτου γύρω από το οποίο θα ήταν όλοι οι άνθρωποι του κόσμου συγκεντρωμένοι. Και εκεί χύνοντας -έστω ένα δάκρυ- θα αποχαιρετούσαν την αφεντιά μου. Πανάθεμά με! Αυτό το γαϊτανάκι πρέπει να το είχα απωθημένο από μικρή. Όχι το συγκεκριμένο. Γενικά. Το γαϊτανάκι. Και μετά από πολλή σκέψη, ξέρεις από τη στάση του λεωφορείου μέχρι το σπίτι -10 λεπτά- κατέληξα στο εξής. Ο θάνατος μου, θα ήταν για έναν άγνωστο, ό,τι για μένα ο δικός του. Τίποτα. Δεν ξέρω αν μετά από αυτό με έπιασε κατάθλιψη ή πείσμα. Πάντως κατέληξα να προσπαθώ να αποδείξω το αντίθετο. Και έτσι έφτασα εδώ. Οι κεντρικοί ήρωες ήταν ο Μάρκος, που σύντομα θα έπεφτε νεκρός και όλοι οι άνθρωποι γύρω του που θα τους έριχνα στην παγίδα του θανάτου του. Ο κολλητός του φίλος, Ανδρέας και η μητέρα του, η αλκοολική Ελένη -εδώ έβαλα την ηλίθια-, που θα αναγκαζόταν για να βοηθήσει το γιό της να το ξεπεράσει,να σταματήσει το ποτό. Η παραλίγο φιλενάδα του, Αλεξάνδρα που θα βίωνε τον πόνο ενός ανεκπλήρωτου έρωτα και μιας απώλειας. Σε αυτήν είχα δώσει το όνομα μου. Και τέλος, ο ναρκομανής της γειτονιάς. Αυτός θα μάθαινε το μαντάτο για το θάνατο ενός τόσο νεαρού παιδιού και θα άλλαζε άποψη για τη ζωή. Θα επέστρεφε στην οικογένεια του και θα πήγαινε σε κλινική απεξάρτησης. Αυτόν τον είχα γείτονα. Αλήθεια. 50αρης με πολύ αδύνατη κορμοστασιά, ψηλός, με ίσια λιγδιασμένα μαλλιά που γύριζαν πάντα προς τα έξω, δερμάτινο μπουφάν και τζιν παντελόνι. Ναρκομανής ή όχι δεν ήξερα. Σίγουρα έμοιαζε πάντως. Ήταν βολικό για την ιστορία, τουλάχιστον.

Το πρόβλημα με αυτή την πανδαισία χρωμάτων που είχα δημιουργήσει ήταν ότι δεν ήταν πανδαισία. Ήταν μόνο ένα χρώμα. Μαύρο. Και μόνο ένα πράγμα. Ο θάνατος. Και εγώ φυσικά καθόλου δεν τα πήγαινα όλα αυτά.Ούτε και τα είχα βιώσει. Τώρα πως, ένα τέτοιο άτομο σαν εμένα, είχε εμπνεύσεις τέτοιες σαν αυτή, ήταν απορίας άξιο. Αλλά τι λέω; Πολλά πράγματα μου έβγαιναν έτσι, χωρίς να καταλαβαίνω το γιατί. Χωρίς να νιώθω ότι μου ταιριάζουν. Άλλες φορές γινόμουν πολύ μελό. Υπερβολικά μελό. Και έβλεπα όλες αυτές τις ρομαντικές ιστοριούλες του σινεμά και το χειρότερο; Τις έγραφα κιόλας! Μια άσχημη στιγμή της ζωής μου. Μετά τα διάβαζα και μάλλον πέθαινα από σακχαρώδη διαβήτη. Έε τα έσβηνα και ησύχαζα! Έκανα ότι δεν υπήρχαν. Αλλά το ότι τα έγραψα κάποτε, δεν μπόρεσα ποτέ να το ξεχάσω. Έτσι δεν συμβαίνει πάντα;  Ό,τι θες να ξεχάσεις δεν μπορείς να το διαγράψεις. Λες και γίνεται επίτηδες. Πάλι μελό γίνομαι! Ή μελό ή ρηχή δηλαδή. Ή θα έλιωνα γράφοντας ατέλειωτες ρομαντικές ιστορίες ή θα έστεκα αγέρωχη πάνω από το σκληρό, παγωμένο δημιούργημά μου. Έτσι ήμουν.Σκατά δηλαδή. Πολύ σκατά. Πιο σκατά δεν γίνεται.

Έτσι βρέθηκα πάνω από μια κούπα καφέ να την κοιτάζω εμμονικά και να ρίχνω γάλα με το σταγονόμετρο. Ήθελα να πετύχω το καταλληλότερο χρώμα για να παρομοιάσω με αυτό τη ζωή μου. Πολύ σκούρο. Κι άλλη σταγόνα. Λίγο σκούρο. Άλλη μια. Χμμ. Άντε, άλλη μια. Η Ελένη με κοίταζε ανήσυχη.

-Όλα καλά; ρώτησε με αμφιβολία

-Είναι αυτό το τέλειο σκατουλί; της αντιγύρισα επιδεικνύοντας το δημιούργημά μου

-Που θες να ξέρω; Είμαι δυσκοίλια.

Έλιωσε στα γέλια. Η ηλίθια.

-Κουρασμένη μοιάζεις

Άλλαξε θέμα. Τώρα το πήρε χαμπάρι. Την αγριοκοίταξα.

-Εε δεν κοιμήθηκα

-Και τι έκανες;

Θα την πλακώσω στο ξύλο. Αλήθεια.

-Χθες δεν σου 'πα έγραφα;

-Αα ναι. Τι έγραφε το κορίτσι;

Τώρα με καλοπιάνει. Την ξέρω εγώ.

-Έδωσα το όνομά σου σε ηρωίδα μάνα αλκοολική

-Ουάου

Κοροϊδεύει τώρα.

-Θέλω να πάμε σε μια κηδεία, ανακοίνωσα

Της κόπηκε το γέλιο. Δεν το έλεγα νωρίτερα;;

                                                                          ***


Η ζωή γράφει ιστορίεςDonde viven las historias. Descúbrelo ahora