Απογοήτευση

116 10 9
                                    

Η Ελένη καθόταν απέναντί μου μουτρωμένη. Δεν μιλούσε. Και εγώ σε παρόμοια κατάσταση ήμουνα. Εντάξει, δεν ήταν και λίγο αυτό που κάναμε. Να γελάμε τώρα με τον πόνο των ανθρώπων; Απαράδεκτο. Εδώ που τα λέμε βέβαια, το όλο σκηνικό ήταν λίγο κωμικοτραγικό. Γενικά αυτές τις υπερβολικές αντιδράσεις εγώ δεν μπορούσα να τις χειριστώ. Μάλλον γέλιο με έπιανε. Το ίδιο και η Ελένη. Ο σερβιτόρος πρέπει να είχε έρθει 2-3 φορές να πάρει παραγγελία και έφυγε χωρίς να πάρει καμία απάντηση. Την επόμενη μάλλον θα καλούσε το 166.
- Ένα καπουτσίνο παρακαλώω
Άρχισε να φωνάζει η άλλη. Τρελή. Τόσο κράτησε η βουβαμάρα της. Είχε πάει την κυκλοθυμία σε άλλο επίπεδο.
- Παρήγγειλα καλέ
- Αα τέλεια
Ηρέμησε.
- Και τώρα τι κάνουμε;
Επανήλθε εντελώς.
- Εγώ σε κηδεία δεν ξαναπάω, είπα απόλυτα
- Μπα, ούτε και γω, συμφώνησε
Η υπόλοιπη ώρα στο καφέ πέρασε έτσι. Η Ελένη κάτι σιγοτραγουδούσε βέβαια, εγώ είχα μείνει σκεφτική. Όλο αυτό το σκηνικό με είχε προβληματίσει αρκετά. Από τη μια αισθανόμουν πολύ απογοητευμένη που δεν τα είχα καταφέρει σε αυτή την προσπάθεια. Είχα συνηθίσει να αποτυχαίνω να γράφω ιστορίες, θυμόμουν δεκάδες που είχα ξεκινήσει και δε συνέχισα ποτέ, δε τις διάβασε ποτέ κανείς. Με πονούσαν οι αδιάβαστες ιστορίες μου. Ήθελα να εκτεθούν σε μάτια που θα τις εκτιμούσαν κι αν αυτά τα μάτια δεν ήταν ούτε τα δικά μου, τότε πως θα μπορούσα να περιμένω ότι θα ήταν κάποιου άλλου; Από την άλλη ένιωθα πως μια φορά έκανα κάτι. Μια φορά σηκώθηκα από τον καναπέ μου και είχα ενέργεια να προσπαθήσω για την ιστορία μου. Μια ανορθόδοξη προσπάθεια βέβαια, αλλά και πάλι, κανείς δεν μπορούσε να αρνηθεί πως ήταν μια προσπάθεια. Πλέον όμως, βρισκόμουν και πάλι σε τέλμα. Δεν ήξερα πως να συνεχίσω. Τι άλλο θα μπορούσα να κάνω; Ίσως το πιο λογικό θα ήταν να διαγράψω και πάλι την ιστορία μου. Να αποδεχτώ ότι και αυτή τη φορά δεν θα έβγαινε κάπου. Κάτι όμως με εμπόδιζε. Σκεφτόμουν πως είχε γίνει ένα σπουδαίο βήμα που είχα μοχθήσει για να το κάνω. Μου πήρε καιρό και ένα μάτσο από διαγραμμένες ιστορίες, αλλά έγινε. Δεν μπορούσα να τα παρατήσω τώρα. Δεν μπορούσα να αφήσω την έλλειψη εμπιστοσύνης στον εαυτό μου να χαλάσει τα σχέδιά μου.
Στράφηκα προς την Ελένη και τη ρώτησα ξεψυχισμένα
- Έχεις χάσει εσύ ποτέ κάποιον δικό σου;
Έψαχνα κάτι μικρό να μου δείξει το δρόμο.
- Δεν έχω χάσει εγώ το Γιώργο μου; είπε και έδειχνε θλιμμένη
- Ποιός είναι ο Γιώργος; την κοίταξα σαστιμένη
- Το ψαράκι μου, φώναξε και ξέσπασε σε κλάματα
Αναποδογύρισα τα μάτια μου στον ουρανό. Με αυτό το κορίτσι δεν μπορούσα να συνεννοηθώ. Ζούσε στον δικό της κόσμο. Την αγνόησα και βούλιαξα για λίγο στην απογοήτευσή μου. Ξαφνικά, χτύπησε το τηλέφωνο μου και ο ήχος με έκανε να αναπηδήσω στην καρέκλα. Κοίταξα την οθόνη και διάβασα το όνομα. "Μητέρα" καλεί, έγραφε και ένιωσα έναν εκνευρισμό να με διαπερνάει. Η Ελένη πρόσεξε τη δυσαρέσκεια στο πρόσωπό μου και απόρησε.
- Γιατί δε το σηκώνεις; με ρώτησε
- Είναι η μητέρα μου, απάντησα κατσούφικα
Η μητέρα μου ήταν από τα πρόσωπα που ποτέ δεν θα ήμουν αρκετά χαρούμενη για να μιλήσω. Ειδικά αυτή τη στιγμή, ένιωθα τόσο θυμό απέναντί της. Είχα μια αίσθηση πως ευθυνόταν σε μεγάλο βαθμό για τις αποτυχίες μου και αυτό με έκανε σε ένα βαθμό αδρανή. Εκείνη δεν ήταν ποτέ δίπλα μου, ούτε με στήριξε σε ό,τι ήθελα να κάνω, ούτε καν νοιάστηκε ποτέ για αυτό. Περίμενα μια αναγνώριση και μια ενθάρρυνση, αλλά αυτή ποτέ δεν θα ερχόταν. Η οθόνη σταμάτησε να αναβοσβήνει και η ερώτηση της Ελένης διέκοψε τη σκέψη μου.
- Γιατί "μητέρα" και όχι "μαμά";
Σάστισα για λίγα δευτερόλεπτα. Δεν πίστευα ποτέ ότι η Ελένη θα ήταν σε θέση να κάνει μια τέτοια ερώτηση. Τα μάτια μου βούρκωσαν και γύρισα από την άλλη για να το κρύψω.
- Φεύγουμε; είπα αντί να απαντήσω.

Η ζωή γράφει ιστορίεςDonde viven las historias. Descúbrelo ahora