Τέλος

100 10 5
                                    


Ήμουν σκυμμένη πάνω από το έγγραφο της ιστορίας μου και πληκτρολογούσα με μανία. Είχα ξαφνικά πολλή έμπνευση, αλλά δεν είχα ιδέα τι έγραφα. Ήμουν χαρούμενη και ένιωθα πως επιτέλους προχωράει. Οι γραμμές γέμιζαν και ένιωθα μια πληρότητα να με τυλίγει. Επιτέλους, θα τελείωνα κάτι. Επιτέλους, δεν θα χρειαζόταν να αγνοήσω και αυτή την ιδέα μου. Θα ζούσε μέσα από τις λέξεις μου. Θα τα κατάφερνα! Πλησίαζα. Περήφανα. Η πόρτα ξαφνικά άνοιξε απότομα και τινάχτηκα από την καρέκλα τρομαγμένη. Η μητέρα μου εισέβαλλε στο χώρο μου την ώρα που είχα εκτεθειμένη την ιστορία μου. Την κοίταξα μπερδεμένη. Ένιωσα ξαφνικά πως ήρθε η στιγμή να διαβάσει και εκείνη αυτά που έγραφα και να μου πει τη γνώμη της. Ήταν η κατάλληλη περίσταση. Ανοίχτηκα, δεν ήθελα να δει ότι τη φοβάμαι και έτσι την κοίταξα προκλητικά. Ταυτόχρονα, έφτιαξα τη στάση του σώματός μου. Έπρεπε να δείχνω δύναμη και εμπιστοσύνη στον εαυτό μου. Με παρατήρησε και εκείνη καλά και έδειξε να αντιλαμβάνεται ακριβώς τι έκανα. Είχε ένα ελαφρύ μειδίαμα στο πρόσωπο. Γνώριζα αυτή την έκφραση. Την είχε όποτε μια ιδέα της για μένα επιβεβαιωνόταν. Λες και ήξερε από πριν τι έκανα, αλλά χρειαζόταν μια μικρή απόδειξη για να είναι σίγουρη. Τότε εκείνο το μικρό, αχνό της χαμόγελο έδειχνε πόσο χαιρόταν που για ακόμη μια φορά είχε πέσει μέσα. Έπειτα έκανε πως δεν με είδε. Ήξερε τι έκανα. Το ήξερε. Ήξερε ακόμα ότι είχα καταλάβει πως με "έπιασε", αλλά δεν αντέδρασε καθόλου. Ήθελα να αντιδράσει. Ήθελα να νιώσω ότι δεν χρειάζεται να κρύβομαι. Με έκανε να θέλω να κρύβομαι. Γέμισα με ντροπή και ενοχές που κρυβόμουνα, ενώ ήξερε τα πάντα. Έκλαιγα. Ένιωσα πως έπρεπε να ντρέπομαι και έτσι έκρυψα το έγγραφο μου. Ήθελε να κρύβομαι. Εκείνη το ήθελε, όχι εγώ. Εγώ ήμουν προκλητικά ανοιχτή εκείνη τη στιγμή που άνοιξε την πόρτα. Εκείνη όμως όχι. Εκείνη ήθελε να κρυφτώ, να ντραπώ και να είμαι το παιδί. Το παιδί που δεν ξέρει. Η μαμά που τα ξέρει όλα. Εγώ έπρεπε να είμαι το παιδί. Έκλαιγα δυνατά. Έπρεπε να φοβάμαι και να κρύβομαι. Να κρύβομαι... να κρύβομαι.

Πετάχτηκα λαχανιασμένη από το στρώμα. Προσπάθησα με κόπο να ηρεμήσω την ανάσα μου και να συνέλθω. Ευτυχώς, ήταν απλώς ένα όνειρο. Μόνο ένα όνειρο. Τελικά με είχε επηρεάσει για τα καλά το τηλεφώνημα της μητέρας μου χθες. Ανακουφίστηκα. Θα ήταν φριχτό να ήταν η αλήθεια. Θα ήταν τόσο φριχτό. Ευτυχώς, ήμουν μόνη μου. Και ευτυχώς κανείς δεν μπορούσε να με αναγκάσει να κρυφτώ, ούτε να δειλιάσω. Δεν έπρεπε να δειλιάσω. Χρειαζόμουν να είμαι δυνατή, όπως ακριβώς μπορούσα να είμαι δυνατή. Μόνη μου.

Σηκώθηκα με κόπο και με εκείνη την αίσθηση της ντροπής ακόμα μέσα μου. Ένιωσα πως ήξερα πολλά από αυτά που αγωνιούσα για να μάθω. Γνώριζα τι με έκανε έτσι διστακτική και ανασφαλή. Είχα μάθει να ντρέπομαι. Είχα μάθει να μη δείχνω τι είμαι και να μην νιώθω περήφανη για αυτό. Όμως μέσα από την ιστορία μου αυτό ακριβώς ήθελα να καταπολεμήσω. Επιτέλους έπρεπε να δείξω ότι ήξερα. Είχα κάθε δικαίωμα να ξέρω κάποια πράγματα. Είχα κάθε δικαίωμα να γράφω για αυτά και να εκφράζομαι. Ποιος μπορούσε να μου στερήσει αυτή τη χαρά; Ποιος μπορούσε να με κάνει να φοβάμαι; Στην πραγματικότητα όλα αυτά τα είχα καταλάβει από εκείνη την αποτυχημένη απόπειρα. Τα ένιωσα, αλλά δεν ήμουν σε θέση να τα εκφράσω.

Πλέον, ήξερα τι χρειαζόταν να κάνω. Τόσο καιρό κοιτούσα σε λάθος σημείο. Νόμιζα πως έπρεπε να μάθω και δεν πίστευα πως μπορούσα να ξέρω. Ήταν καιρός να ελευθερωθώ από αυτό το φορτίο. Θα έγραφα την ιστορία μου. Θα την τελείωνα χωρίς να σκέφτομαι ότι πρέπει να γνωρίζω. Δεν έπρεπε να γνωρίζω τίποτα. Ήταν ανάγκη απλά να ξεπεράσω τους φόβους μου. Κι αν δεν έβγαινε καλά, τι θα πείραζε; Και πάλι,θα τα κατάφερνα! Θα μάθαινα κάτι που δεν γνώριζα ως τότε. Πως είναι καλό να μην κρύβεσαι και πως κανείς δεν μπορεί να σε αναγκάσει να ζεις σα μια σκιά. Κανείς.Ούτε η ίδια η μητέρα σου.

Δύο μέρες έγραφα χωρίς να σταματήσω. Η Ελένη με έπαιρνε συνέχεια τηλέφωνα αλλά δεν το σήκωνα. Της έστειλα απλά κάποια στιγμή ένα μήνυμα ότι είμαι καλά για να μη με διακόψει. Δεν ήθελα να με ενοχλήσει κανείς. Όταν ήμουν έτοιμη την πήρα τηλέφωνο. Το σήκωσε αμέσως.

- Έλα βρε παιδί μου. Που χάθηκες;

- Δε μου λες; Έχεις καμία ιδέα πως είναι να τελειώνει κανείς την ιστορία του; είπα και χαμογέλασα

Δε χρειαζόμουν να μάθω. Ήξερα πολύ καλά. Επιτέλους, ήξερα.


ΤΕΛΟΣ

Η ζωή γράφει ιστορίεςDonde viven las historias. Descúbrelo ahora