ΜΕ ΈΝΑ ΦΎΣΗΜΑ ΤΟΥ ΑΝΈΜΟΥ

219 23 9
                                    


Η κυρία Ζανπεριέ είχε αναλάβει να μοιράζει τα γράμματα στο χωριό μιας και το ταχυδρομείο ήταν μακριά και δεν μπορούσαν όλοι να πάνε. Όπως κάθε πρωί τα παρέλαβε από τον κύριο Θέλβιν και όταν τελείωσε τα ψώνια της εβδομάδας γύρισε στο χωριό και μοίρασε τα γράμματα του καθενός. Τελευταία κράτησε τα γράμματα του σπιτιού της. Μπαίνοντας στο σπίτι τα άφησε πάνω στο σεκρετέρ και πήγε να βγάλει το φαγητό από τον φούρνο. Όταν άνοιγε την μικρή πόρτα του και ο ζεστός αέρας έβγαινε με τη μυρωδιά του δεντρολίβανου άκουσε ένα δυνατό θόρυβο. Προσπάθησε να μην ρίξει το ταψί που κρατούσε και μετά που το άφησε στο τραπέζι έτρεξε να δει τι συνέβη. Βρήκε την πόρτα ανοιχτή και είδε τον Ανρί με ένα πανί στα χέρια του. Ήταν κόκκινο και ο ίδιος έμοιαζε αναστατωμένος.

«Αγόρι μου τι συμβαίνει;», τον ρώτησε τόσο ανήσυχη όσο εκνευρισμένη από τον χαμό που είχε δημιουργήσει το αγόρι.

«Συγνώμη που σε τρόμαξα μητέρα. Ήθελα να καρφώσω μια σανίδα και έκοψα το χέρι μου με κάτι εργαλεία.».

«Έλα μέσα να στο δέσω», του είπε μαλακά και μπήκε στο σπίτι προσπερνώντας μερικά εργαλεία και αποφεύγοντας κάτι καρφιά. Κάθισαν στο τραπέζι και η κυρία Ζανπεριέ καθάρισε την πληγή και τύλιξε την παλάμη του με γάζα. Τα άλλο του χέρι ήταν λερωμένο με γράσο.

«Τι έκανες με το γράσο;», τον ρώτησε αθώα σαν να μην ήξερε. Αυτός την κοίταξε διστάζοντας για λίγο μα τελικά της απάντησε.

«Φτιάχνω ένα μουσικό κουτί για τα γενέθλια της Σιμόν. Η μηχανή που αγόρασα είναι παλιά και κολλούσε αλλά με λίγο γράσο την έφτιαξα.. Μην της το πεις όμως είναι έκπληξη». Ένα στοργικό χαμόγελο απλώθηκε στο πρόσωπο της μητέρας του που δεν πήρε στιγμή τα μάτια της από το χέρι του γιου της. Το κρατούσε ανάμεσα στα δικά της σαν μικρό σπουργίτι, σαν να το γιάτρευε η αγάπη της. Πόσο χαιρόταν όταν τον έβλεπε να μιλάει για τα μερεμέτια του με τέτοια μετριοφροσύνη. Ήταν σίγουρη πως ότι και να έφτιαχνε στην αδελφή του αυτή θα ήταν πανευτυχής αλλά τα μουσικά κουτιά ήταν το μυστικό της πάθος. Στη θέα τους μαγευόταν, ποτέ δεν βαριόταν να ακούει τη μουσικούλα τους και να τη σιγοτραγουδάει.

«Θέλω να συνεχίσω αυτό που έκανα», της είπε ο Ανρί σαν να φοβόταν να μην την πληγώσει που ήθελε να φύγει.

«Πήγαινε παιδί μου», τον παρότρυνε η κυρία Φλώρα χαϊδεύοντας το χέρι του. Αυτός σηκώθηκε και πέρασε από το χολ για να βγει από την κεντρική έξοδο του σπιτιού. Είδε με την άκρη του ματιού του πως κάτι υπήρχε πάνω στο σεκρετέρ και ενώ για λίγο θα έφευγε χωρίς να ρίξει δεύτερη ματιά πάγωσε. Το χέρι του έμεινε πάνω στο πόμολο της ανοιχτής πόρτας. Αν έβλεπε τι υπήρχε εκεί πάνω δεν υπήρχε γυρισμός. Υπήρξε ένα λεπτό στο οποίο ήθελε να μην κλείσει την πόρτα, να βρει έξω και όταν γυρίσει να μην υπάρχει τίποτα εκεί αλλά και πάλι έκλεισε την πόρτα και κοίταξε το σεκρετέρ. Φάκελοι, κάτι τόσο απλό που του προκαλούσε όμως τόσο φόβο. Τους άρπαξε και αγνοώντας τον πόνο του χεριού του ανέβηκε τις σκάλες για το δωμάτιο του. Ένοιωσε ένα τρέμουλο που δεν μπορούσε να σταματήσει αλλά επέλεξε να το παραβλέψει και αυτό. Ήξερε πως αυτή την εβδομάδα θα τον στρατολογούσαν. Η μέρα ήταν Τετάρτη και δεν είχε πάρει ακόμα γράμμα που να τον καλούσε στην μάχη. Είχε γλιτώσει την Δευτέρα και την Τρίτη, μα για πόσο ακόμα θα τον παραμελούσαν;

ΤΑ ΠΥΡΑ ΤΗΣ ΖΩΗΣWhere stories live. Discover now