Όλοι στο πεδίο μάχης. Όλοι σε ετοιμότητα. Όλοι έτοιμοι να πεθάνουν για την πατρίδα, να ξεψυχήσουν για έναν ιερό σκοπό. Οι καρδιές χτυπούν δυνατά, οι ανάσες ξεσκίζουν το στήθος. Τα πρώτα πυρά ξεκίνησαν να ηχούν. Στην αρχή όλοι παραταγμένοι όμορφα σαν στρατιωτάκια μικρού παιδιού. Το χάος ξεσπά, δεν υπάρχει χρόνος. Σκορπίζονται γρήγορα και απότομα σαν να τους παίρνει ο άνεμος. Οι πρώτοι νεκροί άρχισαν να πέφτουν στο έδαφος, το πρώτο αίμα πότισε το χώμα. Η γη ανάσαινε φωτιά, οι ουρανοί είχαν γίνει μαύροι, το μπαρούτι έκαιγε τα πνευμόνια και το κρύο δεν άφηνε τα πόδια να σαλέψουν, παρόλα αυτά εσύ έτρεχες να σκοτώσεις, έτρεχες να σωθείς. Όσοι πολεμούσαν στην πρώτη γραμμή ήταν αποφασισμένοι πως θα πεθάνουν, θα χαρίσουν τα κορμιά τους στην ένδοξη νίκη. Είναι όμως όλοι έτσι; Μπορεί να γίνει ο θάνατος ένδοξος; Μπορεί να κριθεί ανεξαρτήτως του σκοπού μια ψυχή αναλώσιμη; Καθένας τους πολεμούσε με ένα μόνο πράγμα να τον κρατάει στο πεδίο της μάχης, να προσφέρει την ελευθερία σε αυτούς που πίστευε πως την άξιζαν, σε αυτούς που αγαπούσε.
Μετά την μάχη το μόνο που έβλεπε το μάτι ήταν άνθρωποι τρομαχτικοί και απελπισμένοι, κι όμως κάτι μέσα τους τους έδινε κι άλλο κουράγιο να συνεχίζουν. Όσοι νέοι κλήθηκαν για τον πόλεμο θεωρούνταν ήρωες μα πίσω άφηναν μια οικογένεια ή ένα παιδί ή μια άρρωστη μάνα. Ανάμεσα σε αυτούς που πολεμούσαν με σιγουριά υπήρχαν και όσοι αμφέβαλαν για το αν έκαναν το σωστό ή το λάθος χωρίς όμως να το δηλώνουν ποτέ. Μα ποιος πίστεψε ποτέ πως ο πόλεμος είναι κάτι το σωστό; Δεν σήκωνες το κεφάλι, έκανες ό,τι σου έλεγαν οι άλλοι και αν ήσουν τυχερός ό,τι σου έλεγε η ηθική σου.
Το μυαλό του Ανρί δεν ήταν ποτέ καθαρό. Μπορούσε να σκεφτεί μόνο ένα πράγμα, να μείνει ζωντανός. Ήταν ξαπλωμένος στο έδαφος, γύρισε το κεφάλι του που κοιτούσε τον θαμπό ουρανό ελαφρός στα πλάγια. Τα πρόσωπα των αντρών μαύρα από τον καπνό, ο δεξιός του ώμος είχε μια σφαίρα και αιμορραγούσε ασταμάτητα. Το στήθος του ήταν βαρύ, η πλάτη του δεν μπορούσε να κινηθεί. Κάποιος πάτησε από πάνω του και έφυγε. Ήταν χωμένος ως το κόκκαλο στη λάσπη. Έκανε μια σιωπηλή ευχή. Ίσως να ευχήθηκε για το θάνατο καθώς ο πόνος και η φρίκη είχε κάνει τον θάνατο να μοιάζει το καλύτερο που μπορούσε να του συμβεί. Δύο δυνατά χέρια τον τράβηξαν από την λάσπη. Έπιασαν τον λαιμό του, μάλλον έψαχναν για σφυγμό και τον βρήκαν. Σήκωσαν το αδύναμο χτυπημένο σώμα και το μετάφεραν γρήγορα με ένα αυτοσχέδιο φορείο στο νοσοκομείο του στρατοπέδου.
ESTÁS LEYENDO
ΤΑ ΠΥΡΑ ΤΗΣ ΖΩΗΣ
Ficción históricaFinished ✒ Ένας νεαρός από ένα χωριουδάκι της Γαλλίας ζει όπως όλοι οι άλλοι της ηλικίας του. Τα ξέγνοιαστα νεανικά του χρόνια όμως καταστρέφονται όταν ο Δεύτερος Παγκόσμιος πόλεμος ξεσπά και ο μεγαλύτερος του τρόμος είναι η επιστράτευση του. Αναγκα...