Αυτή η φωνή. Η φωνή της Σιμόν. Τι όμορφα που τραγουδούσε, σαν άγγελος. Όποτε ο Έρνεστ τους τραγουδούσε στο στρατόπεδο η ανάμνηση της ήταν τόσο δυνατή ώστε νόμιζε πως θα τη δει καθισμένη δίπλα του να του ψέλνει όπως έκανε κάθε Κυριακή στην εκκλησία. Αυτή τη φορά όμως η φωνή ήταν πιο κοντά του, ήταν πράγματι δίπλα του. Προσπάθησε να ανοίξει τα μάτια του. Δεν τα κατάφερε. «Θα γίνει καλά;», ρώτησε μια λεπτή φωνούλα λίγο πιο μακριά. Το τραγούδι σταμάτησε απότομα. «Δεν ξέρω αγάπη μου, δεν ξέρω», ήταν η απάντηση. Ήταν ποτέ δυνατόν; Είχε φτάσει στο σπίτι του; Οι αδελφές του ήταν αυτές; Και αυτός τις άφηνε να πικραίνονται ενώ ήταν ζωντανός. «Άντε! Άντε, Ανρί άνοιξε τα μάτια σου, αγκάλιασε τις αδελφές σου!», παρακίνησε τον ίδιο του τον εαυτό. Πήρε μια βαθιά ανάσα και τα μάτια του άνοιξαν. Ήταν πράγματι σπίτι του με την οικογένεια του! Η Σιμόν τον αγκάλιασε σφιχτά αγνοώντας το τραύμα του, η Νοέλα φώναζε το όνομα του για να της δώσει και αυτής λίγη προσοχή και χώθηκε και αυτή μέσα στα χέρια του. «Νόμιζα πως δεν θα ξαναανοίξεις τα μάτια σου», του είπε η Σιμόν και βούρκωσε. «Είμαι εδώ τώρα, είμαι εδώ», είπε ο Ανρί και την έσφιξε στην αγκαλιά του. «Πού είναι η μαμά και ο μπαμπάς;», ρώτησε με τη λαχτάρα στη φωνή του να είναι πασιφανής.
«Από την ώρα που σε βρήκε ο Τζο κάθονται στο σαλόνι».
«Ώστε ο Τζο με έφερε εδώ;», μονολόγησε, «Θα με βοηθήσεις να πάμε μέσα;».
Τον βοήθησε να σηκωθεί. Πέρασε την πόρτα του δωματίου του και περπάτησε αργά το χολ. Έφτασε έξω από το σαλόνι και στάθηκε ακίνητος με το που τους είδε. Η κυρία Φλώρα, ο κύριος Άλντρικ και ο Τζο ήταν γονατισμένοι μπροστά από το τζάκι με τις πλάτες του γυρισμένες σε αυτόν και έδειχναν να προσεύχονται. Τα χέρια της μητέρας του ήταν σφιγμένα μπροστά από το πρόσωπο της. Ο Ανρί σκέφτηκε πως μάλλον θα έλεγε μια από εκείνες τις γρήγορες προσευχές της που του θύμιζαν γλωσσοδέτη, σαν αυτές που έλεγε όταν ήταν μικρός και τον έβαζε για ύπνο. Η Σιμόν έτρεξε και γονάτισε δίπλα στον Τζο, του ψιθύρισε κάτι στο αυτί και του έδωσε ένα φιλί στο μάγουλο. Αυτός τινάχτηκε και κοίταξε πίσω του. Ήταν αλήθεια! «Ανρί!», φώναξε και έτρεξε να αγκαλιάσει τον φίλο του. Οι γονείς του σηκώθηκαν ταυτόχρονα. Τα ξανθά μαλλιά της μητέρας του κουνήθηκαν μαζί με το κεφάλι της σαν να μην το πίστευε και ο πατέρα του έπιασε το πρόσωπο του με τα χέρια του ανακουφισμένος.
Το μεσημεριανό τραπέζι δεν ήταν όπως τα άλλα. Ήταν καλύτερο. Τα φαγητά της μητέρας του του φαίνονταν η σπουδαιότερη πανδαισία που θα μπορούσε ποτέ να γευτεί, τον γέμιζαν συγκίνηση. Όλα αυτά τα πρόσωπα που ήταν πεισμένος πως δεν έβλεπε ποτέ ξανά, ήταν γύρω του σαν εκείνα τα όνειρα που του άφηναν αβάσταχτη θλίψη όταν ξυπνούσε.
«Αλίσια βιάσου!», φώναξε ο Ανρί από τον κάτω όροφο, δεν ήθελε να αργήσουν. Αυτή έσιαξε τον χείμαρρο από τα καστανόξανθα μαλλιά της. Τα μάτια της ήταν πράσινα και το μαργαριταρένιο κολιέ που της είχε πάρει ο Ανρί όταν παντρεύτηκαν τα έκανε ακόμα πιο όμορφα. Είχε μια μεγάλη ανακοίνωση να κάνει και αυτό την καθυστερούσε σε ό,τι έκανε αφού σκεφτόταν μονίμως τη στιγμή που θα το ανακοινώσει. Για την ώρα δεν ήθελε να κλέψει τα φώτα από τη νύφη, σε λίγο καιρό όμως ο Ανρί θα μάθαινε πως θα γίνει πατέρας. Ένα χαμόγελο απλώθηκε στο πρόσωπο της. Ο Ανρί είχε ανέβει τις σκάλες και έβαλε το κεφάλι του στο δωμάτιο τους.
«Αγάπη μου οι γονείς μου είναι ήδη στην εκκλησία», της είπε με μάτια που έλαμπαν.
«Συγνώμη, αφαιρέθηκα», χαμογέλασε και βγήκαν μαζί από το δωμάτιο.
Οι καμπάνες ήχησαν σε μια χαρμόσυνη μελωδία. Το απαλό αεράκι έκανε τον Ανρί να αισθάνεται ελεύθερος σαν να είναι ένα πέταλο που παρασύρεται από αυτόν. Επιτέλους, χαρά. Ένας αναστεναγμός βγήκε από το στέρνο του σαν να κρατούσε την αναπνοή του για χρόνια. Το εκκλησιαστικό όργανο ξεκίνησε να βγάζει τις αρμονικές συνθέσεις που τόσο του άρεσε να ακούει. Αυτή όμως ήταν πιο σημαντική από τις άλλες, πιο σημαντική ακόμα και από τη δική του. Οι ξύλινες πόρτες άνοιξαν διάπλατα και οι απογευματινές ηλιαχτίδες όρμηξαν στο ναό να προϋπαντήσουν τη νύφη. Το λευκό νυφικό σύρθηκε στο πάτωμα, το φως που έμπαινε από τα βιτρό τζάμια έπεφτε πάνω στο κάτασπρο ύφασμα και του έδωσε τα χρώματα της ζωής. Τα μάτια του Τζο κοιτούσαν την Σιμόν με τόση απαλότητα όση την άγγιζε το φως. Ήταν σαν να αντίκριζε την ευτυχία να βαδίζει προς το μέρος του, πράγματι την αγαπούσε. Λίγο πριν πλησιάσουν ο πατέρας του που κρατούσε τη Σιμόν από το χέρι, θυμήθηκε πως έμαθε για αυτό το γάμο. Απλά είχαν καθίσει απέναντι του και του ζήτησαν να γίνει κουμπάρος. Που να το φανταζόταν, ο καλύτερος του φίλος με την αδελφή του και αυτός δεν είχε καταλάβει τίποτα. Ο πατέρας του φίλησε στοργικά το ροδαλό μάγουλο της Σιμόν και την έδωσε στον Τζο. Έτσι θα είχε γίνει αν ο Ανρί δεν είχε ξεψυχήσει εκείνο το βράδυ, στην άκρη του δρόμου, μια ανάσα πριν το σπίτι του. Μόνος και με την ελπίδα πως θα τους ξαναέβλεπε. Τα πρόσωπα του ήταν γεμάτα αγάπη, μια αγάπη που θα έμενε όταν όλα τα άλλα θα έφευγαν, όπως έφυγε αυτός, μια αγάπη σαν αυτή του Ανρί.
ΤΕΛΟΣ
Αυτό ήταν, το ταξίδι μας με τον Ανρί τελείωσε. Ξέρω πως μπορεί κάποιοι να στεναχωρηθήκατε με τον θάνατο του Ανρί αλλά δεν θα μπορούσα να τον αφήσω ζωντανό. Μαζί του είδαμε τον αδελφό, τον γιο, τον φίλο, τον πολεμιστή και τον λιποτάκτη, δεν θα μπορούσαμε να μην δούμε το νεκρό του πολέμου. Ο Ανρί ήταν ο κάθε άνθρωπος που πολέμησε και αγάπησε, που έχασε και χάθηκε στον πόλεμο, όχι μόνο στον Β' παγκόσμιο αλλά σε κάθε πόλεμο. Ευχαριστώ όσους το διάβασαν και ελπίζω από τα βάθη της ψυχής μου να το απολαύσατε αλλά και να είδατε τον πόλεμο λιγότερο επιφανειακά και σαν κομμάτι της ιστορίας και περισσότερο σαν τους ανθρώπους που υπέφεραν από αυτόν και ακόμα υποφέρουν.
YOU ARE READING
ΤΑ ΠΥΡΑ ΤΗΣ ΖΩΗΣ
Historical FictionFinished ✒ Ένας νεαρός από ένα χωριουδάκι της Γαλλίας ζει όπως όλοι οι άλλοι της ηλικίας του. Τα ξέγνοιαστα νεανικά του χρόνια όμως καταστρέφονται όταν ο Δεύτερος Παγκόσμιος πόλεμος ξεσπά και ο μεγαλύτερος του τρόμος είναι η επιστράτευση του. Αναγκα...