Η πόρτα άνοιξε. Οι δύο άντρες τώρα φαινόντουσαν σαν μικρά αγόρια, εύχονταν να ήταν παιδιά. Ο Ανρί τους συγκέντρωσε όλους στο σαλόνι.
«Συμβαίνει κάτι;», ρώτησε η κυρία Φλώρα. Ήξερε πως τα πράγματα δεν πήγαιναν καλά.
«Μητέρα, πατέρα, αδελφές μου, η ζωή δεν είναι απλή. Κανενός, όχι πια. Κλήθηκα να στρατολογηθώ, πήρε μια βαθιά ανάσα που δεν πήγε όμως μέχρι μέσα, στη πρώτη γραμμή».
Αυτό ήταν. Το είχε πει. Μόνο λόγια, τίποτε άλλο. Έμοιαζε με την Νοέλα έναν χρόνο πριν που διάβαζε εκείνο το ποίημα χωρίς κανένα συναίσθημα και ας μιλούσε για έννοιες ιερές. Οι αντιδράσεις των υπολοίπων ήταν εκείνες που φαντάστηκε πως θα ήταν μόλις διάβασε το γράμμα. Η μάνα έμενε ακίνητη, εμφανίστηκε πάλι εκείνη η αυλακιά στο μέτωπό της. Ο πατέρας του έκρυψε το πρόσωπο του με τις ταλαιπωρημένες του παλάμες. Η Νοέλα δεν έκανε τίποτα, δεν ήξερε άλλωστε τη σημασία αυτής της πρότασης. Η Σιμόν από την άλλη το κατάλαβε. Δεν ήταν ότι ζούσε στον δικό της κόσμο μα της φάνηκε τόσο απότομο που τα μάτια της με μιας γέμισαν δάκρυα. Τα δάκρυα ξεχείλισαν και έφεραν λυγμούς και οι λυγμοί δεν ήταν ντροπαλοί ούτε συγκρατημένοι λόγω της παρουσίας του Τζο. Έπεσε στα πόδια του αδελφού της. Έκλαιγε βασταζόμενη στα γόνατα του μα όποια και να ήταν τα λόγια του δεν την παρηγορούσαν. Βούρκωσαν και τα δικά του μάτια. «Όχι», σκέφτηκε, «όχι, δεν θα κλάψω. Αν μείνω δυνατός, αν φανώ άτρωτος, ίσως να μην καταρρεύσουν όλοι, όπως η Σιμόν». Δεν άντεχε να την βλέπει έτσι. Ο Τζο γονάτισε δίπλα της και έβαλε τα χέρια του γύρω της, κάτι σαν άτσαλη αγκαλιά. Ίσως να ήταν άτσαλη μα αυτό χρειαζόταν το κορμί της που τραντάζονταν από το κλάμα. Γύρισε και κλείστηκε στα χέρια του σαν να ήταν ένα φρούριο που θα την προστάτευε από τα πυρά... της ζωής.
Η Σιμόν έπινε ένα τσάι και προσπαθούσε να ηρεμήσει. Η Νοέλα έπαιζε έξω, ο πατέρας του ήταν ακόμα στην πολυθρόνα του με τα χέρια στο πρόσωπο. Τα δύο αγόρια και η κυρία Φλώρα ετοίμαζαν τα πράγματα του Ανρί. Φόρεσε το σακίδιο στη πλάτη του με τα απολύτως απαραίτητα. Όσο κι αν τον κρατούσε σφιχτά η μάνα του δεν θα έφτανε, όσο κι να κρατούσε τα χέρια των αδελφών του ποτέ δεν θα ήταν αρκετό για να μην ξεχάσει την ζεστασιά τους. Η ματιά του πατέρα του του έδινε κουράγιο κι ας μην μπορούσε ο ίδιος να πει λέξη. Τα τελευταία βλέμματα που τους έριξε ήταν βιαστικά, η νύχτα είχε πέσει και αυτός ήταν αργοπορημένος. Επέλεξε να φύγει εκείνο το βράδυ και όχι το πρωί. Δεν έπρεπε να το καθυστερεί γιατί στο τέλος δεν θα είχε τη δύναμη να φύγει. Τόσα χρόνια μόνο για να χάσει ό,τι είχε ζήσει, για να φτάσει να νιώθει σαν ένα ζώο που το σφάζουν. Όσο περπατούσε το σπίτι μίκραινε πίσω του μέχρι που τα αδύναμα φώτα του χάθηκαν. Το σκοτάδι δεν ήταν πλέον βελούδινο και όμορφο, τον τρόμαζε. Το φως του φεγγαριού ήταν άγριο, τα αστέρια μαχαίρια στην ψυχή του, οι ήχοι της νύχτας το μοιρολόι του. Περπατούσε για ώρες με το κεφάλι του να βουίζει και να πονάει από τα δάκρια. Ο δρόμος ήταν έρημος και τα πόδια του δεν τα ένιωθε πια, ούτε τα έλεγχε μόνο περπατούσε χωρίς να τον νοιάζει που πάει. Όσο η νύχτα υποχωρούσε και τη θέση του φεγγαριού έπαιρνε ο ήλιος αυτός έφτανε στο μέρος που θα τους μάζευε το κομβόι. Ήταν ένα στρατόπεδο που έμοιαζε με κλουβί, μάλλον έτσι θα ήταν κι αυτό που θα κατέληγε. Είδε κάποιους άντρες να κάθονται και να συζητούν. Είχαν και αυτοί σακίδια, μάλλον περίμεναν το ίδιο. Κάθισε κοντά τους χωρίς να πει λέξη. Αυτοί δεν του έδωσαν σημασία. Όσο η ώρα περνούσε μαζεύονταν περισσότεροι από αυτούς. Κάποιους τους ήξερε από το χωριό αλλά δεν τους μίλησε. Ένιωθε ένας μαραζωμένος, ένας κενός άνθρωπος μέσα του και ένιωθε και μια ντροπή που δεν ήξερε από που προερχόταν. Ένας άλλος άντρας που φαινόταν να έχει κάποια εξουσία έλεγξε τα ονόματα τους σε μια λίστα. Το όχημα ήταν σταθμευμένο λίγο πιο μακριά του και πριν λίγη ώρα ο οδηγός του πήρε τη θέση του. Στην θέα του ο Ανρί λιγοψυχούσε. Προσπάθησε να σταθεί όπως θα στεκόταν ο πατέρας του. Πως μπορούσε αυτός ο άντρας να είναι πάντα τόσο γενναίος; Ανέβηκαν στο φορτηγό και κάθισαν στριμωγμένοι. Άρχισε να βρέχει αλλά για αυτόν δεν είχε αλλάξει κάτι. Το χώμα έγινε λάσπη, ο ήχος της στις ρόδες του φορτηγού τον έκανε να νιώθει και ο ίδιος βρώμικος. Κοίταξε τα πρόσωπα των ανθρώπων μαζί του. Ένας από αυτούς είχε παχύ μουστάκι, πρέπει να ήταν κάποια χρόνια μεγαλύτερος από τον ίδιο. Έμοιαζε περήφανος, τα μάτια του έλαμπαν και στον Ανρί φάνηκε πως έκαιγε ενθουσιασμός μέσα του. Ένας άλλος του θύμισε τον Τζο, μοιράζονταν τα ίδια χρώματα. Το βλέμμα του ήταν χαμηλωμένο και μελαγχολικό, από τον λαιμό του κρεμόταν ένας σταυρός. Απόρησε που ένας από αυτούς ήταν σχεδόν κοιμισμένος. Τον γνώριζε από το χωριό, ήξερε πως ήταν κάπως αναίσθητος μα δεν περίμενε να είναι τόσο ήσυχος ώστε να κοιμηθεί. Οι σκέψεις του γύρισαν στο εαυτό του. Μάλλον τώρα θα έμοιαζε με κοράκι. Ανάμεσα σε αυτόν και το πεδίο της μάχης υπήρχε μόνο μια μικρή περίοδος εκπαίδευσης. Χαμήλωσε και αυτός το βλέμμα του, για την ώρα μπορούσε μόνο να περιμένει.
KAMU SEDANG MEMBACA
ΤΑ ΠΥΡΑ ΤΗΣ ΖΩΗΣ
Fiksi SejarahFinished ✒ Ένας νεαρός από ένα χωριουδάκι της Γαλλίας ζει όπως όλοι οι άλλοι της ηλικίας του. Τα ξέγνοιαστα νεανικά του χρόνια όμως καταστρέφονται όταν ο Δεύτερος Παγκόσμιος πόλεμος ξεσπά και ο μεγαλύτερος του τρόμος είναι η επιστράτευση του. Αναγκα...