Δεν έχει σημασία ποιος είμαι. Ούτε αν θα επιβιώσω ως το τέλος της ιστορίας. Άλλωστε δεν ξέρεις αν το επιδιώκω. Προχωράω και αναρωτιέμαι αν βάλω τέλος ποιοι θα κλάψουνε για πάρτη μου;Κάθε φορά που τα Χριστούγεννα πλησιάζουν νιώθω έναν κόμπο στο στομάχι,μια πίκρα στο στόμα,ένα ακάλυπτο κενό που δεν θέλω να γεμίσω. Ανοίγει μια πληγή που δεν έπαψα ποτέ να θρέφω με αλάτι,από τότε που έριχνα αλάτι στα πιάτα λίγο πριν τα σερβίρω. Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή όμως..
Χριστούγεννα 2006:Το τρενάκι
Έχει δεν έχει δέκα μέρες που έκλεισα τα οχτώ. Το τρενάκι που μου πήρε ο τύπος με τα άσπρα γένια,είτε αυτός λέγεται Βασίλης είτε λέγεται μπαμπάς,γυρνάει μοναχό του σε ένα κενό σαλόνι. Ως συνήθως,μόνος γυρνάω από το σχολείο. Το συνήθως θα γίνει πρώτη φορά,όμως η πρώτη φορά δεν θα αργήσει να γίνει συνήθεια. Σιωπή παντού,σιγανά ηχεί το τρενάκι να σιγοσφυρίζει πού και πού καθώς μεταφέρει αέρα κοπανιστό. Βλέπω εκείνη-την ως τότε αγγελική μορφή-να κοιτά απ'το παράθυρο που μια νύχτα θα κάνω θρύψαλα και να φυσάει τον καπνό που δεν θα αργήσει να μαυρίσει το μέσα μου. Με τα μάτια ψάχνω εκείνο το καστανό κοριτσάκι που όσο τίποτα με εκνευρίζει σ'αυτόν τον κόσμο,το κοριτσάκι που δεν θα αργήσω να αγαπήσω όσο κανέναν,δεν θα φοβηθώ να παλέψω γι'αυτήν. Μα δεν είναι εδώ. Η γυναίκα στο παράθυρο,η γυναίκα που με έφερε στον κόσμο,γυρίζει και με κοιτάει με μάτια κλαμένα μα δεν την νιώθω να κλαίει. Νιώθω μια ευτυχία να αμβλύζει από μέσα της και χαμογελάω. Με προτρέπει να συνεχίσω και μ'αγγίζει<<Χαμογέλα μικρέ>>μου λέει κι απομακρύνομαι τσαντισμένος. Δεν είμαι μικρός,ποτέ δεν ήμουν. Μα δεν θα αργήσω να καταλάβω,πόσο θα'θελα να είμαι. Στρώνει τραπέζι,όπως κάθε άλλη φορά,μα σήμερα είναι μόνη και σε λίγο θα είμαι κι εγώ μόνος. Θα είμαστε δυο μόνοι,μαζί στο ίδιο σπίτι. Δεν ρωτάω. Σιωπηλός τρώω λίγο ψωμί,δεν αγγίζω το πιάτο και με μαλώνει. Αλλά εγώ δεν είμαι μικρός,δεν θα αργήσω να γίνω άντρας. <<Ο μπαμπάς έφυγε>>,μου λέει προσπαθώντας να πάρει από πάνω της μια ευθύνη που της καίει τα σωθικά,όμως σε λίγο θα ξέρω. Αν η ιστορία τελείωνε εδώ,ο τίτλος θα ήταν "ο μπαμπάς έφυγε"γιατί τότε ήμουν μικρός και δεν ήξερα. Δεν μιλάω,συνεχίζω να τρώω την ψίχα. Δεν είμαι σκληρός μα αργότερα θα μάθω οι δειλοί πώς είναι. Δεν την κοιτάζω,νιώθω την καρδιά της να χτυπάει δυνατά και σίγουρα το πρόσωπό της είναι ανήσυχο,συνοφρυωμένο πάντα ανάμεσα στα αγγελικά χαρακτηριστικά που κρύβουν τις πιο βαθιές πληγές,όσες έχουν προξενήσει σ'αυτή τη γυναίκα άνθρωποι χρόνια τώρα. Ίσως βαθύτερες από όσες εκείνη θα μου προξενήσει. Όμως εγώ δεν έχω αγγελικά χαρακτηριστικά να καλύψω τίποτα,μόνο ένα χαμόγελο στραβό και κάπου κάπου παραπονεμένο που φωτίζει δυο μάτια καστανά. Δυο μάτια από χρυσάφι όπως θα μου πει μια κοπέλα που τυχαία θα γνωρίσω σ'ένα μαγαζί εννιά χρόνια μετά.
<<Δεν με ακούς;Ο μπαμπάς έφυγε σου λέω!>>. Η ηρεμία μου την εκνευρίζει,την διαλύει,η παιδική μου αθωότητα στα μάτια της φαντάζει τρομακτική,ίσως να με θεωρεί χαζό μπορεί και να είμαι όμως εγώ ακούω τι λέει. Τα λόγια της δεν με αγχώνουν,καταστάσεις που έχεις ζήσει,έχεις συνηθίσει και-κακώς-τις θεωρείς δεδομένες δεν σε τρομάζουν. Σου προκαλούν πάντα αυτόν τον πόνο στο αριστερό ημισφαίρο και αργότερα σ'ολόκληρη την αριστερή πλευρά. Νιώθω ένα χάδι στο στήθος,σαν να μου παίρνει όλο το βάρος από τον θώρακα,σαν να αφήνει την διαλυμένη καρδιά να ξαναχτυπήσει,μα φύγε,δεν ήρθε η ώρα σου ακόμη. Εγώ θα επιλέξω αν αυτό το χεράκι θα μου πάρει όλο τον πόνο μακριά..
<<Έφυγε...έφυγε για πάντα!>>μου αρπάζει το ψωμί. Η άτσαλη κίνησή της με χτυπάει στο σαγόνι κι ανοίγει το δεύτερο κενό σε εκείνη την πληγή. Το πρώτο ήρθε τον Ιούλιο,σε εκείνον τον καυγά που από το πουθενά ξεκίνησε.<<Χωρίσαμε το καταλαβαίνεις;;>>λέει κλαίγοντας και περνά το χέρι στα μαλλιά της. Τραβάει δυνατά μια τούφα. Η ατάραχη όψη μου την πανικοβάλει. <<Δεν θα με αγκαλιάσεις;Δεν θα με φιλήσεις;;>>Πάντα ήταν ανεξέλεγκτη,ποτέ δεν είχε όρια,ήθελε παραπάνω από όσα ήδη είχε. <<Πού είναι ο γιος μου;;>>Φωνάζει νευρικά κι ανοίγει τα χέρια περιμένοντας μια αγκαλιά που δεν ήρθε για χρόνια. Η ατακα αυτή θα της γυρίσει μπούμερανγκ,μα είναι μικρή και δεν το ξέρει ακόμα<<Πήρε την αδερφή σου κι έφυγε!>>. Τα καστανά μάτια,που το πάτωμα κοιτούσαν,τώρα κοιτάνε ευθεία με παράπονο. Το σταθερό τέμπο της καρδιάς μου,γίνεται άστατος ρυθμός. Η λιακάδα μέσα στο ανώριμο μυαλό μου γίνεται απότομη μπόρα. Μια αιώνια μπόρα,μέχρι να επιτρέψω σε δυο άλλα μάτια καστανα που με κοιτάν με παιδική αφέλεια,λαχτάρα και λιώνουν σ'ένα κουρασμένο μου βλέμμα,να φέρουν το ουράνιο τόξο που τα Χριστούγεννα μου κλέβουν.
Κέρδισε τη μάχη,τα δάκρυα γέμισαν τα μάτια μου και οι σταγόνες έντονου πόνου άρχισαν να κυλούν στα παχουλά μάγουλα,που δεν θα αργήσω να χάσω. Χαίρεται,το νιώθω ότι χαίρεται. Μα είμαι δειλός για να αντιδράσω. Τα αδύναμα χέρια μου,που δεν θα αργήσουν πόνο να προκαλέσουν,καλύπτουν το πρόσωπο μου. Mα δεν θα παραιτηθώ. Όχι ακόμα. Ξέρεις την φάση μου,το αγύριστο κεφάλι μου,σκέφτομαι την ζωή μου με τα μούτρα στην παλάμη μου. Με αγκαλιάζει. Το μυαλό μου λέει "σπρώξε" μα η καρδιά διατάζει να μείνω. Και το συναίσθημα θα ακούω πάντα θα πληγωθώ πολύ και θα μαλώσω ασχημα με τον μόνο άνθρωπο που θα με πλησιάσει χωρίς συμφέρον. Επειδή για εκείνη η καρδιά είναι απλά μια αντλία αίματος."Με το μυαλό αγαπάς". Σκάσε μην μου μιλάς. Μη μιλάς και αγκάλιασέ με.
Το '06 έγινε σταθμός. Μελομακάρονα και κουραμπιέδες έγιναν φορτία για ένα τρενάκι που έκανε κύκλους,όπως η ζωή μου. Οι μπαταρίες τελείωσαν κι εκείνο στεκόταν σε μια άκρη κουρασμένο από τις γύρες μα πάντα επιβλητικό κι αγέρωχο. Υπέφερε στα χέρια ενός 8χρονου που έλαβε αγάπη μα του την αρπάξανε αποτομα. Και ίσως,αν επιβιώσει,να την πάρει πίσω. Εκείνα τα Χριστούγεννα τα πέρασε μόνος μεταξύ πολλών...
VOUS LISEZ
Το παιχνίδι των Χριστουγέννων
Nouvelles...Φαγητά και γλυκά στη σειρά σαν σε συμπόσιο,που ολόκληρη στρατιά μπορεί να χορτάσουν,να περιμένουν άραγε ποιον;Η πόρτα χτυπάει άνθρωποι γνωστοί,συγγενείς μεταξύ τους άγνωστοι,μυστικοπαθής. Χιλιάδες μες την πόλη ψυχές,άλλες ίδιες άλλες διαφορετικές...