Ήταν ωραίο παιδί ο πρίγκιπας Ρωμανός, ο μοναχογιός του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Πορφυρογεννήτου και της Ελένης Λεκαπηνής, ο διάδοχος του θρόνου της Ρωμανίας.
Τη μέρα που γεννήθηκε, ένα πρωινό του Απρίλη το έτος 939, ο ήλιος έλαμπε δυνατά πάνω από το Ιερό Παλάτιο και χρύσωσε με το φως του τα μαλλάκια του, ενώ ο καθαρός γαλάζιος ουρανός της Βασιλεύουσας έχυσε απλόχερα το χρώμα του στα βρεφικά ματάκια. Μόλις της τον έβαλαν οι δούλες στην αγκαλιά, η Ελένη δε χόρταινε να τον κοιτάζει, να τον χαϊδεύει τρυφερά με λαχτάρα μες στα πορφυρά του σπάργανα και να του λέει χίλια δυο παινέματα, ενώ ο Κωνσταντίνος, όταν άκουσε πως έκανε η γυναίκα του αγόρι, μόνο που δεν πήδησε από τη χαρά του. Είχαν ήδη χάσει, βλέπεις, τον κανακάρη τους, τον Λέοντα, που ο Θεός τον έφερε στη ζωή κι ο Χάρος τον ξερίζωσε απ' αυτήν μέσα σε λίγους μήνες, κι ο πόθος τους για ένα αρσενικό παιδί έμενε πάντα άσβεστος, όσο κι αν αγαπούσαν τις τρεις μεγαλύτερες θυγατέρες τους, τη Ζωή, τη Θεοδώρα και τη Θεοφανώ· οι δύο πρώτες πήραν τα ονόματα των γιαγιάδων τους, η μεν Ζωή της όμορφης ερωμένης του Λέοντος του Σοφού, της περίφημης Καρβουνοψίνας, που του χάρισε τον πολυπόθητο διάδοχο κι αυτός την παντρεύτηκε εν τέλει προκαλώντας σάλο στους κόλπους της Εκκλησίας, γιατί ήδη είχε λάβει τρεις συζύγους, η δε Θεοδώρα της μάνας της Ελένης και συζύγου του τότε αυτοκράτορα παππού τους Ρωμανού Λεκαπηνού, ο οποίος κυβερνούσε το κράτος μαζί με τους γιους του έχοντας παραγκωνίσει τον γαμπρό του. Αλλά για αυτά θα μιλήσουμε παρακάτω.
Εκείνη τη μέρα ο αύγουστος Λεκαπηνός, όταν πληροφορήθηκε τη γέννηση του εγγονού του, άφησε τα δώματά του και ήλθε στην Πορφύρα γεμάτος υπερηφάνεια, όπου ο Κωνσταντίνος ήδη είχε σπεύσει πανευτυχής για να δει τη συμβία του και τον γιο του. Μπήκε μέσα κι αφού στάθηκε κάπως απόμακρα, για να μην του μεταδοθεί πολύ το μίασμα της λεχωνιάς, ευχήθηκε στο μωρό:
«Να μας ζήσει ο πορφυρογέννητος υιός και εγγονός. Πολλά και καλά τα έτη του, να γίνει τρανός βασιλιάς και να υποτάξει πολλά έθνη» Και πρόσθεσε αμέσως μ' ένα μειδίαμα κυριαρχίας στα χείλη: «Φυσικά θα λάβει το όνομά μου... Δεν πιστεύω να 'χετε αντίρρηση;»
«Όχι, πατέρα» βιάστηκε ν' αποκριθεί η Ελένη κοιτώντας λιγάκι αμήχανα τον σύζυγό της και τον ρώτησε ύστερα δειλά: «Συμφωνείς κι εσύ, Κωνσταντίνε;»
Ο Κωνσταντίνος, που η διάθεσή του είχε ψυχρανθεί απότομα μόλις είδε τον πεθερό του, χαμήλωσε μονάχα το κεφάλι πάνω στον μακρύ λαιμό του ως απάντηση στο ερώτημά της και μουρμούρισε ένα βεβιασμένο «ναι, ας γίνει το θέλημα του πατέρα». Δεν τον χώνευε καθόλου τον Ρωμανό, που τον είχε κάνει «δεύτερον τη τάξει», αυτόν, τον νόμιμο συνεχιστή της Μακεδονικής δυναστείας. Και σαν να μην έφτανε αυτός, του είχαν κατσικωθεί επίσης στο σβέρκο οι τρεις μεγαλύτεροι κουνιάδοι του, Χριστόφορος, Στέφανος και Κωνσταντίνος Λεκαπηνός, με τις ευλογίες φυσικά του πατέρα τους (ο πρώτος ευτυχώς ήταν κιόλας οκτώ χρόνια πεθαμένος). Όσο για τον Βενιαμίν του, τον Θεοφύλακτο, δεκαεξάχρονο σχεδόν παιδαρέλι στέφθηκε πατριάρχης, μόλο που τα επιτηδεύματά του, εκτός από την ηλικία του, μόνο για κληρικό και μάλιστα ανώτερο δεν ήταν πρέποντα, κι ο νόθος του πάλι ο ευνούχος Βασίλειος, που τον είχε αποκτήσει με μια δούλη Σκύθισσα, σκαρφάλωσε στην αυλική ιεραρχία, μια που δε μπορούσε ν' ανταγωνιστεί τους ετεροθαλείς αρτιμελείς αδελφούς του. Και τώρα απαιτούσε ο παμπόνηρος γέροντας να δώσουν και το όνομά του στον νεογέννητο πρίγκιπα - φως φανάρι ότι γύρευε να φτιάξει μια δική του δυναστεία-, ενώ ο ίδιος ο Κωνσταντίνος, τουλάχιστον, τόσο πολύ ποθούσε να αναστήσει ξανά στον θεόσταλτο γιο τον γεννήτορά του...
![](https://img.wattpad.com/cover/164230915-288-k343694.jpg)
ESTÁS LEYENDO
Αυγούστα Θεοφανώ, η Λάκαινα #historicalfiction2020 #TYS2020
Ficción históricaΉταν όμορφη κοπέλα, πολύ όμορφη, η Αναστασώ, η κόρη του ταβερνιάρη Κρατερού από τη Σπάρτη. Αυτή η ομορφιά της θάμπωσε το βασιλόπουλο του Βυζαντίου, τον μετέπειτα αυτοκράτορα Ρωμανό τον Δεύτερο, την πήρε γυναίκα του κι έγινε η αυγούστα Θεοφανώ, αυτή...