Μεγάλη ζημιά του κάνανε στα αλήθεια του Ρωμανού τα κάλλη της Αναστασίας. Αυτός, που μέχρι πρότινος έκανε σαν το κοκοράκι με τις γυναίκες, τώρα καιγότανε διαρκώς για χάρη μιας μονάχα, κι όλα τ' άλλα αργυρώνητα θελκτικά κορμιά που είχε αγκαλιάσει του φαίνονταν πια αποκρουστικά, χυδαία μπρος σ' αυτό της Λάκαινας παρθένας, που άξιζε όλα τα χρήματα του κόσμου – ή μάλλον όχι, τέτοια ομορφιά ήτανε πάνω από κάθε χρήμα...
«Ο Νικόλαος Χαλκούτζης, ο αδελφός του τουρμάρχη Νικήτα Χαλκούτζη, δίνει απόψε συμπόσιο στον οίκο του» είπε ο Μηνάς, καθώς γυμνάζονταν μια μέρα οι τρεις τους στους κήπους του Μεγάλου Παλατιού. «Θα καλέσει, έμαθα, πολλούς άρχοντες, τις πιο διαλεχτές εταίρες κι αυλητρίδες, και αρχοντόπουλα της ηλικίας μας» πρόσθεσε, χαμογελώντας πονηρά προς τον Ρωμανό, διότι είχε από καιρό αντιληφθεί ότι ο νεαρός διάδοχος είχε θαυμαστές και στο ίδιον φύλο. «Τι λέτε, πάμε;»
«Να πάτε μόνοι σας» του απάντησε αμέσως άκεφα ο Ρωμανός, νύσσοντας νευρικά τη νευρή του τόξου του. «Εγώ δεν έχω όρεξη...»
«Πάλι δεν έχεις όρεξη;» τον κοίταξε ο Μηνάς απορημένος, σηκώνοντας το φρύδι του. «Τι έπαθες ξαφνικά; Εσύ πετούσες τη σκούφια σου για τέτοια!»
«Είπα κι ελάλησα, Μηνά! Παράτα με!» αντέκοψε σκασμένος, και μες στη φούρκα του έπιασε ένα βέλος και το έριξε πενήντα μέτρα μακριά.
«Καλά, καλά, μη θυμώνεις» σχολίασε ο φίλος του. «Καμιά γυναίκα θα σου 'χει αρνηθεί εσένα, το μαντεύω, κι είσαι σαν λέων βρυχώμενος... Ο έρωτας με έρωτα περνάει όμως, αδελφέ, να ξέρεις!»
Γύρισε το κεφάλι αλλού ο Ρωμανός, δε μίλησε. Η αύρα του Βοσπόρου, προαναγγελία φθινοπωριάτικη, έφτασε στην παρειά του χάδι και την εισέπνευσε, για να τη βγάλει ύστερα στενάζοντας βαθιά. Ο δικός του ο έρωτας πώς θα περνούσε άραγε, που εκείνος ήταν πρίγκιπας κι εκείνη καπηλίδα; Και σε ποιον να το ξομολογηθεί; Στον Μηνά, ούτε λόγος... Στις αδελφές, στη μάνα; Με τίποτα! Μήπως στον πατέρα; Μα και τούτου φοβόταν βέβαια την αντίδραση... Ω, κανείς δεν ήταν ικανός να τον ακούσει, κανείς δε θα μπορούσε να τον καταλάβει! Ανυπεράσπιστος και μόνος γινόταν παρανάλωμα του πόθου του, και δεν του τον ξεθύμαινε καμιά περιστασιακή αγκάλη, κανένα δυνατό πιοτό. Τις νύχτες έμενε πολλές φορές ξάγρυπνος, κι όταν πια το στρώμα του γινότανε μαρτύριο, σηκωνόταν κι έβγαινε νυχοπατώντας στους εξώστες. Έβλεπε τον Κεράτιο να παφλάζει ήρεμα τα νερά του, στραφτάλιζαν αυτά δεχόμενα το φως του φεγγαριού, άλλοτε περσότερο, άλλοτε λειψό, μα τα δικά του σωθικά τα έδερνε μόνιμη φουρτούνα. «Θα πάρω την απόφαση να μιλήσω του πατέρα... Κάποια επιχειρήματα θα βρω για να τον πείσω... Τη θέλω γυναίκα μου την Αναστασώ, Θεέ μου, δε βαστώ άλλο», έλεγε κάποτε στον εαυτό του, μα συνέχεια δείλιαζε. Κι έτσι διάβαιναν οι μέρες...
ВЫ ЧИТАЕТЕ
Αυγούστα Θεοφανώ, η Λάκαινα #historicalfiction2020 #TYS2020
Исторические романыΉταν όμορφη κοπέλα, πολύ όμορφη, η Αναστασώ, η κόρη του ταβερνιάρη Κρατερού από τη Σπάρτη. Αυτή η ομορφιά της θάμπωσε το βασιλόπουλο του Βυζαντίου, τον μετέπειτα αυτοκράτορα Ρωμανό τον Δεύτερο, την πήρε γυναίκα του κι έγινε η αυγούστα Θεοφανώ, αυτή...