Το λιμάνι

46 1 0
                                    

Έρωτα μου πρώτε,
πηγή της ταραχής μου, των δακρύων,
του αφελούς χαμόγελου μου.
Αναστάτωση, ησυχία,
στοργή,
και θυμέ μου.
Γεμάτο αμαρτίες καράβι μου.
Πέρασε καιρός από τότε.
Μα  θυμώνω ακόμα,
... ένας άγνωστος κάθεται στο μέρος που καθόσουν.
Ένας νεαρός καπνίζει τα τσιγάρα σου.
Ένας περαστικός έχει τα μαλλιά σου.
Θυμώνω που εκείνα τα μαλλιά δεν είναι τα δικά σου.
Τα μάτια μου εξεταστικά.
τι κ αν είναι εσύ;
Πέρασε χρόνος που άφησες την πόλη.
…είμαι τρελή μάλλον.
Από σένα μένουν εκείνα τα αναπάντεχα μηνύματα σου,
να διαταράσσουν την ησυχία μου.
Να σκαλίζουν τη στάχτη της φωτιάς,
που με τόσο πόνο προσπάθησα να σβήσω.
Τίποτα δεν έσκισα από της μνήμης μου το πολυσέλιδο βιβλίο.
Είναι όλα εκεί.
Το ταξίδι των σκέψεων σου,
από το χαοτικό του νου σου,
στη μαγεία των αφηγήσεων σου,
της φιλοσοφίας σου,
των ιδεών,
και του ηλίθιου χιούμορ σου.
Η βαριά ανάσα σου να χαϊδεύει το λαιμό μου,
όταν τα λαίμαργα για πάθος σώματα μας,
βρέθηκαν ενωμένα.
Και τα μάτια σου.  Θεέ μου, τα μάτια σου.
Διάολε.... τα μάτια σου.
Έρωτα μου πρώτε,
πηγή της ταραχής μου, των δακρύων,
του αφελούς χαμόγελου μου.
Γεμάτο αμαρτίες καράβι μου.
Γιατί άραγε με βασανίζεις;
Έζησα δίπλα σου μήνες ολόκληρους μες τη σιωπή.
Έπνιξα στα σωθικά μου όλες τις λέξεις βίαια με τα δυό μου χέρια.
Φίμωσα τα αφελή μου συναισθήματα
και ούτε που περίμενα πως ποτέ
τα χείλη μας θα σμίξουν.
και όταν αυτό συνέβει,
όταν το πλατωνικό του ερωτά μου
έσπασε της ηθικής τις σιδερένιες αλυσίδες,
πήρες την καρδιά μου στα δυό σου χέρια μια στιγμή και
έπειτα την άφησες να πέσει απρόσεκτα στο ψυχρό του κόσμου.
Με τα χέρια σου ματωμένα , με χτύπησες φιλικά στην πλάτη
και συνέχισες το ταξίδι σου στο μονοπάτι μιας άλλης καρδιάς.
Εγώ δε θύμωσα.
Έπνιξα στα σωθικά μου όλες τις λέξεις βίαια με τα δυό μου χέρια.
Φίμωσα τα αφελή μου συναισθήματα,
και ούτε που περίμενα πως ποτέ
τα χείλη μας θα ξανασμίξουν.
Έρωτα μου πρώτε,
Έρωτα μου μοναδικέ.
Γεμάτο αμαρτίες καράβι μου.
Πηγή της ταραχής μου, των δακρύων,
του αφελούς χαμόγελου μου.
Γιατί άραγε με βασανίζεις;
Γιατί δε με αφήνεις πια στη γαλήνη της μοναξιάς μου να ζήσω;
Πάει καιρός που αυτή η θάλασσα σταμάτησε φουρτούνες να γεννάει.
Γεμάτο αμαρτίες καράβι μου...
μην ταξιδέψεις πια εδώ.
Αυτός ο έρωτας δεν έχει μήτε παρελθόν, μήτε παρόν.
Αυτός ο έρωτας, όσο και αν το λαχταρώ,  μάλλον δεν θα έχει μέλλον.
Το ξέρω.
Μα φοβάμαι πως αν σε δω στην ακτή να πλησιάζεις
...δε θα αντέξω
λιμάνι σου και πάλι να μη γίνω.
Ποτέ μου δεν ένιωσα όπως ένιωσα μαζί σου,
και ίσως,
ποιος ξέρει,
Ξανά ποτέ
να μην το ζήσω.
Μα αν στο ψύχρο του κόσμου πρόκειται ν’αφήσεις
απρόσεκτα και πάλι
να πέσει η καρδιά μου
..τότε μην ταξιδέψεις πια εδώ.
γιατί φοβάμαι πως αν σε δω στην ακτή να πλησιάζεις
...δε θα αντέξω
λιμάνι σου και πάλι να μη γίνω.

Μιά σταγόνα ευαισθησίαςWhere stories live. Discover now