κεφάλαιο 3

74 10 1
                                    

Η μέρα ξεκίνησε με το ξυπνητήρι να έχει τα ψυχολογικά του όπως και κάθε ξυπνητήρι βαράει σαν τρελό και σου σπάει το νευρικό σύστημα αχ. "άσε με ήσυχο" του λέω αλλά συνεχίζει. του το ξαναλέω αλλά πάλι τίποτα.... αχχχχχ, στην τελική γυρνάω από την άλλη πλευρά και αυτό το ενοχλητικό κουδούνισμα γίνεται ακόμα πιο ενοχλητικό από πριν εχ, το κλείνω και χαλαρώνω επιτέλους, αλλά δυστυχώς δεν κράτησε για πολύ.... άρχισα να νοιώθω ένα βάρος πάνω μου και ένα υγρό να έχει γεμίσει το πρόσωπο μου, ανοίγω τα μάτια μου με πολλά νευρά και βλέπω τον ρεξ να κρατάει το λουρί, "φύγε και άσε με να κοιμηθώ" και αρχίζει να γαβγίζει επίμονα, αχ τι το προσπαθώ αφού τον ξέρω "αχ άντε αγόρι μου, κατέβα κάτω και έρχομαι και εγώ, πάω προς το μπάνιο να ρίξω λίγο νερό στο πρόσωπο μου και κατέβηκα προς την κουζίνα, είδα τον ρεξ να τρώει το πρωινό του και εγώ πήγα μια βόλτα προς το μπαλκόνι και βλέπω μια πανέμορφη μέρα που σου φτιάχνει απευθείας την διάθεση, καθαρός ουρανός χωρίς σύννεφα και πολλοίς κόσμος έξω στους δρόμους να αθλείται, ο ρεξ έφαγε το πρωινό του και ήρθε να μου γλύψει το χέρι, αρπάζω το λουρί βάζω τα αθλητικά μου, τα οποία μπήκαν με χίλια ζόρια μιας και η πωλήτρια μου έδωσε λάθος νούμερο εχ καθώς πάω να βγω βλέπω ένα χαρτάκι δίπλα από την εξώπορτα, λογικά είναι της μάνας μου

Μαμά- καλήμερα παιδί μου, σου έφτιαξα το αγαπημένο σου πρωινό," τηγανίτες "με μπόλικο σιρόπι όπως ακριβώς σου αρέσουν, φάε καλά μόλις γυρίσεις από την βόλτα σου και μην ξεχάσεις να πάρεις και την εργασία σου στα καλλιτεχνικά μαζί, φιλάκια πολλά

Πιάνω τον ρεξ και βγαίνουμε στον δρόμο με στυλλ και αρχίζουμε να τρέχουμε σαν τα παλαβά και ο κόσμος να μας σχολιάζει και να μας κοιτάει περίεργα αλλά δεν μας πείραζε," πάμε στο πάρκο ρεξ "μου γαβγίζει δυο φόρες καθώς με τραβάει με το λουρί του και δεν σταματάει ούτε σε φανάρια ούτε σε δρόμους 3 ατυχήματα έγιναν και εμείς συνεχίζαμε στην ευθεία μέχρι που άκουσα και μια φωνή να με φωνάζει, ήταν η πολύ αγαπημένη μου φίλη η μαερα,(γνωριζόμαστε από παιδιά και είμαστε σαν αδέρφια, παλιά μέχρι το γυμνάσιο κάθε μέρα μαζί είμασταν, αλλά μια μικρή παρεξήγηση μας έκανε να τσακωθούμε και να χαθούμε για τα καλά και ο καθένας ακολούθησε διαφορετικό δρόμο,) αφήνω το λουρί του ρεξ και αυτός συνεχίζει να τρέχει.

Εγώ- συγγνώμη μαερα αλλά ο ρεξ έχει βάλει τούρμπο, θα τα πούμε κάποια άλλη φορά (με κοιτάει κάπως απειλητικά και βγάζει ένα δυνατό σφύριγμα και ο ρεξ έρχεται πίσω με φορά, ο ρεξ έπαιζε συχνά μαζί της και την θεωρεί σαν δεύτερο φίλο του)

μαερα- γεια σου ρεξ τι κανείς, πω πω μοσχομυρίζεις τόσο έντονα, σε φροντίζει καλά σε αντίθεση με μένα -. -

εγώ- και εγώ χάρηκα που σε είδα

μαερα- καλά ρε μια βόλτα προγραμματίζεις να πας και δημιουργείς τόσο χάος -. -?

εγώ- ε ρε μαερα αφού ξέρεις ο ρεξ δεν ακούει τίποτα όταν χαίρεται, ααα θες να έρθεις?

μαερα-ας τις υπεκφυγές και φύγε πριν αρχίσουν να σε ψάχνουν βλάκα, α σορρυ αλλά έχω μια δουλίτσα τώρα, αν τελειώσω νωρίς θα φέρω και τον νινο μαζί,

εγώ-πωωω γιατί όλες με λέτε βλάκα τελευταία, έγινε θα σε περιμένουμε στο γνωστό μέρος καλά?

μαερα- τι εννοείς με όλες, λεγε ρε Καζανόβα, ποια πείραξες πάλι -. -

εγώ- εμ καμιά...

χωρίς καμιά λέξη και με ένα άγριο ύφος βάζει τα ακουστικά της και συνεχίζει τον δρόμο της και εμείς συνεχίζουμε να περνούμε τον δρόμο προς το πάρκο, κοντεύουμε στο αγαπημένο μας σημείο και βλέπουμε μια πανάκριβη λιμουζίνα να έχει παρκάρει στο μέρος μας, εγώ με τον ρεξ πάμε λίγο πιο εκεί και αρχίζουμε την καθημερινό μας παιχνίδι. Μέχρι που ακούγεται ένα άνοιγμα πόρτας και ένας άντρας κατεβαίνει και με πλησιάζει κάπως απειλητικά αχ

κύριος- καλήμερα φίλε, ήσουν και χθες εδώ?

εγώ- ναι (του λέω με λίγο τσαγανό)

κύριος- πολύ ωραία, για να μην το πολυλογώ θέλω να δουλέψεις για μένα μερικές μέρες

εγώ- και γιατί να το κάνω αυτό;

κύριος- (βγάζει το γυαλί του και είχε μια ουλή στο μάτι του) διότι η κόρη μου σε συμπάθησε και σε θέλει έως ανταμοιβή

εγώ- και επειδή με θέλει η κόρη σου που δεν ξέρω και ποια είναι πρέπει να σε υπακούσω;

κύριος- μαξιμιλιαρ, φερε το βαλιτσάκι

μαξιμιλιαρ- μάλιστα αφεντικό

ο μαξιμιλιαρ φέρνει από το αμάξι ένα βαλιτσάκι ασημί αρκετά μεγάλο και βαρύ το ανοίγει μπροστά μου και βλέπω δεκάδες χιλιάδες ευρώ

κύριος- άκου μάγκα δεν θέλω κάτι τραγικό απλά να έρθεις λίγες μέρες στην βίλα μου και να κανείς τον μπάτλερ στην κόρη μου,

εγώ- πάρε τα λεφτά σου, δεν ενδιαφέρομαι για κάτι τέτοιο

κύριος- θα το κανείς θες δεν θες, αν θες φυσικά οι γονείς σου να συνεχίσουν να δουλεύουν και να σου προσφέρουν, όλα όσα έχεις έως τώρα

εγώ- με απειλής?(πάω να τον βαρέσω και μου γραπώνει το χέρι)

κύριος -πρόσεχε καλά τι κανείς διότι την επόμενη φορά θα στο σπάσω

εγώ- δεν σε φοβάμαι ρε

κύριος - εμείς οι δυο θα τα ξαναπούμε!!!

κλείνει την βαλίτσα και επιστρέφει στο αμάξι και από το τζάμι λέει...

κύριος- άκου φίλε, είμαι σίγουρος ότι τα χρήματα τα χρειάζεσαι για κάποιους ανθρώπους που τα έχουν ανάγκη, όποτε ας τα ζοριλίκια!!!

πάω να αρνηθώ ξανά αλλά θυμάμαι την ελλη που ζει σε απάνθρωπες συνθήκες και με αυτά τα λεφτά θα μπορέσουν να αναπνεύσουν λίγο, πλησιάζω τον τύπο και τον κοιτάω με ύφος,

εγώ- τα χρήματα τα δέχομαι αλλά θέλω αλλά τόσα όταν θα τελειώσω,

κύριος- σε 10 μέρες να είσαι έτοιμος, θα έρθει ένα αμάξι να σας μαζέψει.

εγώ- να μας?

κύριος- εσένα και τον σκύλο σου,

Μου πετάει την βαλίτσα και φεύγει με μεγάλη ταχύτητα, τσεκάρω την βαλίτσα αν είναι όλα μέσα και ξαπλώνω στο γρασίδι, επιτελούς χαλαρώνω καθώς θαυμάζω τον υπέροχο καιρό, μέχρι που ακούω ένα σπαστικό γάβγισμα από μακριά λες και το μπούκωσε η μηχανή και βλέπω τον ρεξ να τρέχει, βάζω τα κυαλια μου και βλέπω ένα μικρό Σιχ Τσου, που όποτε βλέπει τον ρεξ τρέχει να σωθεί διότι το ζηλεύει πολύ: 3 θυμάμαι ήταν πριν καμπωσα χρόνια που το πήρα για δώρο γενεθλίων το κράτησα για λγες μέρες σπίτι μου και έπαιζα λίγο περισσότερο και ο ρεξ από τότε του κάνει bullying; 3, ήταν ένα δωράκι για την πολύ αγαπημένη μου μαερα, ήθελε από πάντα ένα τέτοιο σκυλάκι αλλά οι γονείς της δεν είχαν την οικονομική δυνατότητα αλλά ούτε τον χρόνο όποτε μια μέρα αποφάσισα να αποθηκεύω χαρτζιλίκι μου, είχα χρόνια να τον δω μετά την παρεξηγήσει που έγινε με την μαερα τότε και βλέπω μεγάλωσε αρκετά, η μαερα αρπάζει το ρεξ και το άλλο το καημένο έρχεται πάνω μου και αρχίζει να με γλύφει στο πρόσωπο, ο ρεξ πάλι τον βλέπει και προσπαθεί να ξεφύγει από το κράτημα της μαερα και την δαγκώνει, τρέχω προς το μέρος της ώστε να κοιτάξω την πληγή αλλά δεν φάνηκε να είναι κάτι σοβαρό, κοιτάω αγριεμένα τον ρεξ που μαζεύεται πολύ και κάθεται στο έδαφος μετανιωμένος, σκίζω λίγο ύφασμα από την μπουζα μου και της δένω το χέρι και με κοιτάει με μεγάλη προσοχή, σηκώνω λίγο το πρόσωπο μου για να παρατηρήσω την έκφραση που έχει και βλέπω μια αλλαγή στην πρωινή εμφάνιση: 3 μια κοτσίδα στα μαλλιά απαλό βάψιμο ροζ κραγιόν διακριτικό γλυκόξινο άρωμα όλα τα λεφτά αχ: 3

μαρεα- για πόση ώρα ακόμη θα μου κρατάς το χέρι και θα με κοιτάς έτσι περίεργα

εγώ- εγώ να σε κοιτάξω;;;;;; χα!!! θα ήθελες πολύ κοπέλα μου απλά χάθηκα στις σκέψεις μου: 3

μαερα- ας σε πιστέψω! και άσε το χέρι μου επιτελούς

εγώ- καλά ντε μην βαράς

μαερα- για πες μου μια, τι είναι αυτή η βαλίτσα που κρατάς?

εγώ- να μην σε νοιάζει, πες μου καλύτερα ποτέ θα ξεχάσεις το παρελθόν επιτελούς

μαερα- τι εννοείς πάλι ρε

εγώ- που με αγνοείς στο σχολείο στο σπίτι και όποτε βρισκόμαστε, ξέρεις ότι δεν είναι πολύ ωραίο ξέρεις!!!

μαερα- όταν μάθεις τρόπους να έχεις και απαιτήσεις, αυτό που έκανες τότε δεν ήταν καθόλου ωραίο!

εγώ- επειδή είπα την φίλη σου ότι είναι εντελώς ανεγκέφαλη έπρεπε δηλαδή να γίνεις τόσο σκύλα μαζί μου;;; λες και είχα άδικο σε όσα έλεγα αφού στο τέλος το παραδέχτηκε και η ίδια

μαερα- μπορεί να είναι ότι είναι αλλά κανείς δεν σου έχει δώσει το δικαίωμα να μιλάς τόσο άσχημα για τις φίλες μου το κατάλαβες (πάει να με χαστουκίσει)

εγώ- κοντά τα χεριά σου μαερα, ξέρεις ότι δεν τα σήκωνα αυτά

σηκώνεται έξαλλη περνει τον νινο και αποχωρεί με βιαστικό βάδισμα, καθώς εγώ παραμένω σε εκείνο το σημείο και χάνομαι στις σκέψεις μου καθώς με χτυπάει ο ήλιος, μέχρι που μια σκιά μου κρύβει τον ήλιο, ανοίγω τα ματιά μου και βλέπω ένα χέρι και ένα χαμόγελο, το αρπάζω

εγώ- πως βρέθηκες εσύ εδωωωω

κοπέλα (από προχθές που πνιγόταν) - σου έλειψα καθόλου, έλα πες την αλήθεια

εγώ- σε είχα ξεχάσει εντελώς, εξάλλου δεν μου είσαι και κάτι, άντε πάρε δρόμο γιατί ενοχλείς,

κοπέλα- θα φύγω αλλά θα τα ξαναπούμε πολύ σύντομα

Γυρνάει και αποχωρεί καθώς κοιτάω την ώρα (7: 30) όχι ρε μπιμπ μου πάλι δεν θα προλάβω να φάω να ετοιμαστώ και να φύγω αχ, άντε ρεξ έλα, μου γαβγίζει μια και πάμε με τα χίλια προς το σπίτι και βλέπω την μαερα, ξέχασα εντελώς ότι είμαστε γείτονες μιας και έχω τόσα χρόνια να την πετύχω, όλο φεύγει πιο νωρίς από μένα, εγώ είμαι του παραπέντε συνήθως: 3

Θέλω Να Αγγίξω Την Καρδιά Σου Where stories live. Discover now