3 ○ Αλχημίστρια

48 1 0
                                    

Ο ιδρώτας κυλούσε παγωμένος στο μέτωπο μου κι εγώ έτρεμα και στριφογυρνούσα στο κρεβάτι. Με τα βλέφαρα να σφραγίζουν τα μάτια μου έστρεφα το κεφάλι μου δεξιά κι αριστερά προσπαθώντας να απαλλαγώ από τον πονοκέφαλο. Δεν πέρασε πολλή ώρα ώσπου άρχισα να νιώθω τα δάκρυα να αυλακώνουν το πρόσωπο μου.

Όταν άνοιξα, επιτέλους, τα μάτια το πρώτο πράγμα που είδα ήταν η Κριστίνα να στέκεται σε απόσταση από το κρεβάτι με τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος της. «Πονάει, έτσι δεν είναι;», ρώτησε με το θυμό να δίνει μια διαφορετική χροιά στη φωνή της. Στήριξα το σώμα μου στους αγκώνες μου κι ανασήκωσα τον κορμό μου για να την κοιτάξω καλύτερα. Η Κριστίνα δεν περίμενε να πω το οτιδήποτε. Η δυσφορία στην έκφραση μου έδινε από μόνη της την απάντηση. «Κι εκείνοι πόνεσαν όταν ρούφηξες τη ζωή από μέσα τους», συνέχισε με σφιγμένα δόντια και μια ακόμα πιο σφιγμένη έκφραση.

Ώστε αυτό έκανα χθες το βράδυ!

Όλα ήταν τόσο θολά κι ακαθόριστα. Οι μνήμες μου από την προηγούμενη νύχτα ήταν αποσπασματικές. Όσο κι αν ήθελα να τις ανακαλέσω, προς το παρόν μου ήταν αδύνατον. Η καρδιά μου σφυροκοπούσε πιο έντονα απ' ότι συνήθως. Μπορεί εγώ να μη θυμόμουν ακριβώς όσα είχα κάνει, αλλά το σώμα μου θυμόταν κάθε διαφορετικό ερέθισμα που είχα αισθανθεί. Ο ιδρώτας με έλουζε από πάνω μέχρι κάτω καθώς η θερμοκρασία μου ανέβαινε. «Πες κάτι», μουρμούρισε η Κριστίνα αυτή τη φορά με ανησυχία. Μέσα στο κεφάλι της γινόταν ένα φιάσκο από αντικρουόμενες σκέψεις. Από τη μια ήθελε να με αφήσει να βράσω στο ζουμί μου κι από την άλλη πίστευε ότι το ψυχολογικό μαρτύριο που περνούσα ήταν καλύτερο από το σωματικό.

«Πόσοι;», ρώτησα σιγανά. Η Κριστίνα κάθισε δίπλα μου και σκούπισε το μέτωπο μου με μια μικρή πετσέτα· ο πονοκέφαλος είχε πάψει κι η θερμοκρασία μου επανερχόταν. «Πόσοι σκοτώθηκαν;», επανέλαβα. Εκείνη ξεροκατάπιε. Δεν ήθελε να με κοιτάξει στα μάτια, πράγμα που σήμαινε ότι τα πράγματα ήταν άσχημα. «Είκοσι δύο άτομα», ψιθύρισε τελικά. Στο άκουσμα αυτής της πρότασης, μια άγρια χαρά με κατέλαβε. Έμοιαζε λες και κάθε συναίσθημα ενοχής είχε γίνει παρελθόν. Το πρόσωπο μου άλλαξε και μετατράπηκε σε ένα σκληρό προσωπείο. Σηκώθηκα μηχανικά και περπάτησα προς το μπαλκόνι.

Κοιτώντας προς τα κάτω, διέκρινα μια τεράστια πυρά να καίει και στη μέση της να βρίσκονται σοροί τυλιγμένοι με άσπρα σάβανα. «Κάποιος μου είπε ότι ήταν φορείς πανούκλας και τους σκότωσαν για να μην τη μεταδώσουν και σ' εμάς», έλεγε κάποιος. Ο διπλανός του τον κοίταξε με τον απόλυτο τρόμο να ζωγραφίζεται στο πρόσωπο του. «Οι λαιμοί τους ήταν γεμάτοι τρυπήματα», αναφώνησε ένας ηλικιωμένος. «Εγώ σας το είπα μια φορά και θα το ξαναπώ: ο θεός μας καταριέται».

Σιωπηλές Κραυγές {Prequel I}Nơi câu chuyện tồn tại. Hãy khám phá bây giờ