8 ○ Μαρακές

29 0 0
                                    

Η ανάσα μου έβγαινε αργά από τους πνεύμονες μου. Δεν μπορούσα να υπολογίσω πόσες ώρες είχαν περάσει. Η πυκνή βλάστηση δεν βοηθούσε και τόσο σε αυτό. Ο Ράνταλ βρισκόταν ακριβώς μπροστά μας κι από τη στάση του σώματος του φαινόταν να νυστάζει. Η Κριστίνα είχε γείρει πάνω στην πλάτη μου με τα χέρια της τυλιγμένα γύρω μου και προσπαθούσε κι εκείνη να κλείσει έστω και μερικά λεπτά ύπνου. Κάτω από το ύφασμα των ρούχων μου ένιωθα το δέρμα μου να ασφυκτιά. Ήταν τόσο ανυπόφορα στενά που κάποιες φορές αναρωτιόμουν αν φτιάχτηκαν για να ταιριάζουν σε κούκλες αντί για ανθρώπους.

Τα δάχτυλα της Κριστίνα γλίστρησαν αθόρυβα μες στα μαλλιά μου διαχωρίζοντας τις άγριες μαύρες μπούκλες και χαϊδεύοντας απαλά το κρανίο μου. Έγειρα το κεφάλι προς τα πίσω για να της προσφέρω μεγαλύτερη ελευθερία κινήσεων. Αν ο Ράνταλ δεν ήταν παρών, θα γινόταν πιο εύκολο για μας. Τώρα ήταν απλώς άβολο.

Κάθε μικρό άγγιγμα ξυπνούσε όλες μου τις αισθήσεις μία προς μία. Ήταν πράγματι εκπληκτικό πώς ένα πλάσμα σαν εμένα, καταδικασμένο να ζει για πάντα – και να πονάει για πάντα! – μπορούσε ταυτόχρονα να αισθάνεται τόσο μεγάλη αγάπη για κάποιο άλλο πρόσωπο. Ποτέ δεν πίστευα ότι μου άξιζε να με αγαπούν. Είχα κάνει τόσα πολλά, είχα πληγώσει κόσμο, είχα βάψει τα χέρια μου με αίμα. Κι η Κριστίνα πάντα τα παράβλεπε όλα. Όσο εγωιστής κι αν ήξερα ότι γινόμουν, κάπου στα τρίσβαθα της καρδιάς μου – αν αυτό που έφερα ήταν πράγματι μια ζωντανή καρδιά κι όχι ένα υποκατάστατο – έτρεφα την κρυφή ελπίδα πως τα πράγματα θα έμεναν έτσι για πάντα.

Ο ήλιος του μεσημεριού έλαμψε μέσα στην κρυψώνα του από σύννεφα κι εμείς βρεθήκαμε αντιμέτωποι με ένα στενόχωρο μονοπάτι από χώμα. Είχαμε ακόμα πολύ δρόμο μπροστά μας. Αν ήμουν μόνος, θα είχα διασχίσει την απόσταση σε μισή μέρα. Αλλά δεν ήμουν. «Νομίζω ότι μυρίζω ήδη τη θάλασσα», αναφώνησε ο Ράνταλ καθώς γύριζε για να μας χαμογελάσει. Το ύφος στο πρόσωπο του δήλωνε χαρά και μια χιουμοριστική διάθεση. «Εγώ λέω να κρατήσεις τα μάτια σου μπροστά γιατί ποτέ δεν ξέρεις πότε θα κουτουλήσεις με κάποιο χαμηλό κλαδί», του απάντησα εισπράττοντας μια αγκωνιά στην πλάτη από την Κριστίνα, η οποία όμως γελούσε. Δεν πρόλαβαν να περάσουν μερικά δευτερόλεπτα κι ο Ράνταλ πράγματι συγκρούστηκε μετωπικά με ένα κλαδί. Η Κριστίνα κι εγώ ήμασταν ασυγκράτητοι. Δεν μπορούσαμε να μην ξεσπάσουμε σε τρανταχτά γέλια. «Προφήτης είσαι;», μουρμούρισε τρίβοντας το μέτωπο του. Ανασήκωσα περιπαικτικά τους ώμους μου. «Ή μπορεί, πολύ απλά, να το είδα να έρχεται και να το αγνόησα επίτηδες».

Σιωπηλές Κραυγές {Prequel I}Donde viven las historias. Descúbrelo ahora