chapter 3.

195 2 0
                                    


Ανοίγω σιγά σιγά τα βλέφαρα μου τα οποία και νιώθω βαριά. Βλέπω γύρω μου γυαλιά, ενώ μία περίεργη μυρωδιά μου σπάει την μύτη και κάνει το κεφάλι μου να πονάει. Βάζω τα χέρια μου στο πίσω μέρος του κεφαλιού μου και το πιέζω, μήπως και μου δώσει ώθηση να σηκωθώ.

Μόλις βλέπω τα δάχτυλα μου, διακρίνω κηλίδες αίματος πάνω τους και τις σκουπίζω στην μπλούζα μου, έχοντας λουστεί πλέον με κρύο ιδρώτα από το άγχος μου.

Καταφέρνω να σηκωθώ και να βγω έξω από το αμάξι, και αντικρίζω την μηχανή καρφωμένη στο πίσω μέρος του αυτοκινήτου μου, χωρίς όμως τον οδηγό πάνω της. Όλων των ειδών τα σενάρια περνάνε από το μυαλό μου και περπατάω πιο γρήγορα ,ψάχνοντας για τον οδηγό.

Όταν φτάνω κοντά στο γρασίδι, βλέπω να προεξέχει ένα μαύρο κυκλικό πράγμα, σαν κράνος. Πάω πιο κοντά, φοβούμενη για αυτό που θα αντικρίσω και βλέπω τον οδηγό πεσμένο ανάσκελα, φορώντας όμως το κράνος του.

«Βοήθεια!!!» φωνάζω όσο πιο δυνατά μπορώ ξανά και ξανά, μήπως και με ακούσει κανείς. Βγάζω το κράνος από τον νεαρό για να δω αν έχει χτυπήσει, και ευτυχώς δεν βλέπω ούτε μία γρατζουνιά στο κεφάλι του.

Ακουμπάω τα δύο μου δάχτυλα στον λαιμό του και μόλις νιώθω τον παλμό του βγάζω μία ανάσα ανακούφισης.

Σηκώνομαι γρήγορα στα πόδια μου και τρέχω όσο πιο γρήγορα μπορώ στο πιο κοντινό σταθερό τηλέφωνο, για να πάρω το ασθενοφόρο.

«Οδός Μέινχαμ, έχουμε ατύχημα, ελάτε γρήγορα» λέω με κόφτη ανάσα και μόλις κλείνω το τηλέφωνο ένας έντονος πόνος κατακλύζει το κρανίο μου. Σφίγγω τα δόντια μου και ακουμπάω το κούτελο μου στον κρύο τοίχο. Πονάει πολύ, και αρχίζει να κάνει την εμφάνιση της και η ζαλάδα. Κάθομαι αμέσως κάτω και χώνω το πρόσωπο μου στα χέρια μου, προσπαθώντας να ξεχάσω τον πόνο, ή τουλάχιστον να τον αντέξω.

Ξαφνικά, νιώθω τα μάτια μου να κλείνουν και πλέον δεν μπορώ να κάνω κάτι για να τα σταματήσω. Αφήνω τον εαυτό μου να βυθιστεί στο μαύρο του σκοταδιού, περιμένοντας για κάποιον να μας βοηθήσει.

[...]

«Πήγαμε να την χάσουμε, αλλά την επαναφέραμε γρήγορα!» ίσα ίσα καταφέρνω να ακούσω τα λόγια κάποιου και κάνω προσπάθεια να ανοίξω τα μάτια μου, για να δω ποιός βρίσκεται κοντά μου.

Στον χώρο βρίσκεται ένας γιατρός, οι γονείς μου, ο Κλέυ, και άλλος ένας νεαρός που δεν θυμάμαι να έχω γνωρίσει.

Secret.Where stories live. Discover now