Η Θάλεια έκλεισε το τηλέφωνο με ένα σκληρό χαμόγελο επιδοκιμασίας στο πρόσωπό της. Ένα πρόσωπο που εξακολουθούσε να είναι άκαμπτο. Μονάχα το βλέμμα της ταξίδευε άναρχα στο χώρο απέναντι σε κάτι αόριστο.
Κοίταξε το ρολόι της, ήταν ακόμα πρωί και είχε μπροστά της κάμποσες ώρες δουλειάς εκεί, δουλειάς που θα της απορροφούσε έντονα τη σκέψη, κάτι που ήθελε και προσδοκούσε μέχρι το απόγευμα που το περίμενε με ιδιαίτερο ενδιαφέρον.
Τελείωσε στο κανονικό της ωράριο. Έφυγε ήρεμη για το σπίτι. Είχε προδιαγράψει τις κινήσεις της μία προς μία. Έφαγε, τακτοποίησε κάποια πράγματα και άπλωσε νωχελικά το κορμί της στον καναπέ. Ένας μικρός ύπνος θα ήταν φάρμακο να της δώσει τη φρεσκάδα της.
Τον απόλαυσε πραγματικά. Οι υπόλοιπες ώρες πέρασαν ήρεμα με διάφορες μικροδουλειές στο σπίτι. Προς το απόγευμα πήγε και έκανε ένα λαχταριστό μπάνιο. Ένιωσε ευχάριστα και με νέα διάθεση. Κοίταξε το μεγάλο ρολόι στον τοίχο απέναντι. Έδειχνε έξι το απόγευμα. Έβαλε μια κασέτα με όμορφη απαλή μουσική στο στερεοφωνικό στο σαλόνι. Αγαπούσε τη μουσική και πάντα την είχε σαν έναν αχώριστο φίλο στην καθημερινότητά της. Πήγε στην κρεβατοκάμαρα και άρχισε να περιποιείται τον εαυτό της. Στο πρόσωπό της,καθώς περνούσε η ώρα, σχηματίζονταν περιοδικά και κάποια χαμόγελα. Ντύθηκε απλά και βολικά. Η ώρα πια κόντευε επτά. Η σκέψη της ταξίδεψε ως πέρα στην "Aurelia", στην θαλαμηγό στην οποία θα συναντούσε τον Ναρσή. Τον έβαλε με τη σκέψη της να ετοιμάζει την ιδιαίτερη αυτή βραδιά. Χαμογέλασε ειρωνικά και πάλι. Άναψε ένα τσιγάρο και πήγε στο γραφείο. Άπλωσε το κορμί της πίσω χαλαρά στην μεγάλη πολυθρόνα και άρχισε να ξεφυλλίζει ένα περιοδικό μόδας.
Οι χτύποι του ρολογιού έγιναν επτά. Έξω ήδη είχε νυχτώσει για τα καλά. Από εδώ και πέρα ήξερε ότι για κάποιον η αναμονή θα έπαιρνε χαρακτηριστικά προσδοκίας και σιγά-σιγά εκνευρισμού. Ήταν αυτό ακριβώς που ήθελε.
Περασμένες επτά και μισή, σήκωσε το ακουστικό του τηλεφώνου της. Στην άλλη άκρη μια πρίμα γυναικεία φωνή της αποκρίθηκε.
"Λένα τι κάνεις;" ακούστηκε η φωνής της Θάλειας.
Η νεαρή της φίλη χάρηκε ιδιαίτερα που την άκουσε στη γραμμή. Είχαν καιρό να τα πουν. Παλιές συμφοιτήτριες και καλές φίλες. Κάποια στιγμή η Θάλεια έκανε την πρότασή της.
"Δεν μου λες, έχεις τίποτα τώρα; Έχουμε καιρό να τα πούμε φιλενάδα. Να περάσω να σε πάρω για έναν καφέ;"
Η χαρούμενη απόκριση της Λένας ήταν θετική.
"Λοιπόν, είναι επτά και μισή, σε τρία τέταρτα περνάω και σε παίρνω απ' το σπίτι εντάξει ;"
Όλα κανονίστηκαν μια χαρά. Το σπίτι της Λένας ήταν στην Αγία Παρασκευή. Η Θάλεια αποφάσισε ότι ήταν η ώρα να φύγει από το σπίτι. Ήξερε πολύ καλά ότι δεν θα αργούσε και πολύ να ακουστεί ο χτύπος του τηλεφώνου της. Κάποιος ήδη θα έφτανε τα όρια της αναμονής.
Μάζεψε τα προσωπικά της μικρο-αντικείμενα, έκλεισε τη μουσική. Φόρεσε το παλτό της, τα κλειδιά της και κοντά στις οκτώ ήταν ήδη στο αυτοκίνητό της.
(Συνεχίζεται...)
Η Θάλεια χορεύει με τις προσμονές του Ναρσή. Είναι εμφανές. Αυτό που δεν είναι φανερό είναι ίσως η βαθύτερη αιτία. Το θέμα είναι η αντίδραση του σκληρού αυτού άντρα που δεν είναι από αυτούς που συνηθίζουν τέτοιες "πόρτες".
Στο επόμενο η συνέχεια με τη συμμετοχή σας.
YOU ARE READING
Ο Κύκλος που κλείνει
AdventureΦλεβάρης 1960: Μια νεαρή γυναίκα μεταφέρεται επειγόντως στο νοσοκομείο σοβαρά τραυματισμένη από πτώση. Ο Κύκλος ανοίγει. Πρωτοχρονιά 1987: Στην έπαυλη του μεγαλοκατασκευαστή Διονύση Ναρσή, δεκάδες καλεσμένοι, επιχειρηματίες, δημοσιογράφοι, πολιτικοί...