Never

117 46 15
                                    

Ήταν κοντά εννιά το βράδυ όταν αποφάσισες να πάμε στο τοπικό φεστιβάλ. Τρεις συνεχόμενες μέρες, με το καλύτερο φαγητό του δρόμου της περιοχής, το χαλασμένο τρενάκι του τρόμου, και η ρόδα που κάποιες φορές γυρίζει και άλλες ξεφτίζει. 

Αγόρασες δύο εισητήρια για την καταραμένη ρόδα, γιατί αυτό θα ήταν το πιο όμορφο δώρο σου. Στον ελεγκυή έδωσες και τα δύο, και αν και δεν το παρατήρησε, τα έσκισε επίσης και τα δύο. Σε ρώτησε κάτι και απάντησες θετικά, χωρίς όμως να άκουσες τι είπε.

Καθίσαμε δίπλα δίπλα. Η μπάρα ασφαλείας μπήκε στη θέση της. Μου κράτησες το χέρι γιατί ο φόβος σου για τα ύψη ήταν μεγάλος. Μετά από δύο κλωτσιές, ο ελεγκτής το έβαλε μπρος.

Έσφιξες το χέρι μου τόσο δυνατά, αλλά δεν με ένοιαζε. Άρχισα να γελάω βλέποντας σ να κλείνεις τα μάτια μου με μια έκφραση τρόμου και πόνου. Ανέβηκες εδώ πάνω για μένα, και το εκτιμώ πολύ. Σου φώναξα να ανοίξεις τα μάτια σου, να δεις τον κόσμο από ψηλά. Να δεις το πόσο μικροί είμαστε όλοι τελικά. Ένα φύσημα στο παιχνίδι της μοίρας, και καταστραφήκαμε ή σωθήκαμε από την αιώνια κόλαση.

Η ρόδα σταμάτησε. Έβρισες και γέλασα πιο δυνατά.  Μπορούσες να ακούσεις από κάτω τον καβγά του ελεγκτή και του μηχανικού, από ότι φαίνεται, αυτή δεν ήταν η πρώτη φορά που ρόδα σταματούσε να λειτουργεί.

«Άνοιξε τα μάτια σου Oliver.» σου είπα χαμογελώντας.

Άνοιξες τα μάτια σου και με κοίταξες με πόνο.

«Δες πόσο όμορφη είναι η ζωή.»

Και χαμογέλασες.

Free Fall | ✓Where stories live. Discover now