Τρέχεις και δεν φτάνεις, ψυχή μου.
Τρέχεις να προλάβεις το χρόνο που γλιστρά μες απ' τα χέρια σου
"Γλυκός ο πόνος μάτια μου", είπες κάποτε
Δεν είχα καταλάβει.
Χρόνια μετά,
καθώς ο χρόνος κυλούσε
σε θυμήθηκα.
Θυμήθηκα τα λόγια σου,
τη μορφή σου,
το βλέμμα σου,
και άρχισα να τρέχω ξοπίσω σου,
μήπως και σε φτάσω.
Εσύ συνέχιζες να τρέχεις,
απτόητος από τον άνεμο του χρόνου.
ήθελες να πιάσεις το άπιαστο.
Να ζ'ησεις περιπέτειες, που κανείς δεν τόλμησε να ονειρευτεί!
Κάποτε σε πρόλαβα,
σε πρόφτασα σε μια στροφή,
σήκωνες βάρυ αβάσταχτα,
μιας ολόκληρη ζωή.
"Μικρός ο κόσμος, μάτια μου", ψιθύρισα.
Εσύ, είχες ήδη φύγει.
Εξαφανίστηκες με το πρώτο φύσημα του ανέμου.
Ύστερα σιωπή...
Και να' μαι τώρα εδώ,
μονάχη μου.
Γιατί τι είναι η ζωή, ψυχή μου;
Ένα παγωμένο παγκάκι ένα ανοιξιάτικο πρωινό.
Μπορείς να ξαποστάσεις μια στιγμή κι ύστερα να συνεχίσειςτο δρόμος σου
προς το άγνωστο,
γυρεύοντας ένα καλύτερο καλοκαίρι
ή ένα φιλικότερο χειμώνα
Εσύ αποφασίζεις.
Κάπως έτσι συνέχισα κι εγώ,
να τρέχω.
Αυτή τη φορά και για τους δυο μας.