Το Νόημα του Κόσμου (part 2)

44 8 5
                                    

Από μικρός ταξίδευα
τον κόσμο να γνωρίσω
στους χάρτες πάνω έκανα
συλλογικά ταξίδια
πολλές φορές αληθινά
όταν οι περιστάσεις
βοήθαγαν πάνω σ' αυτό
την γνώση ν' αποκτήσω.
Παντού είναι ίδιοι οι άνθρωποι
λίγες οι εξαιρέσεις
πολλά είναι τα έθιμα
και οι δυσειδαιμονίες.

Πουλάκι πολυτάξιδο
στην αγκαλιά του ήλιου
με τα γοργόφτερα φτερά
στα πόδια καλαμάρι
και με ψαλιδωτή ουρά
ταξίδευα στο μέλλον
μ' ένα τραγούδι ολόγλυκο
έσκιζα τον αέρα.
Και ξαφνικά κατάντησα
ο αγράμματος του κόσμου
μονάχος και ανίσχυρος
μέσα στην σιωπή μου.
-Κύλησε ο χρόνος γρήγορα
στης λησμονιάς τ' αλώνι
όπου απομνημονεύονται
τα μίση και τα πάθη.
Από μικρός αγάπησα
τον κόσμο και την γνώση.
Αυτά τα δύο τα 'κανα
σκοπό μες την ζωή μου.
Ήθελα χρόνια μπόλικα
να ζήσω να προφτάσω
τον κόσμο πως θα μάθαινα
θα χόρταινα την γνώση.
Εγώ που χρόνια πάλευα
αυτά να τ' αποκτήσω.
Ο κόσμος είναι δύσκολος
κι η γνώση άλλο τόσο.
-Αναπολώ και χαίρομαι
αναπολώ και σπρώχνω
τον χρόνο τον αδέκαστο
στον δρόμο της ζωής μου.
Τίποτα άλλο δεν μου 'μεινε
μόνο η κούφια γνώση.-
Όλα τώρα αλλάξανε
και γνώσεις και αξίες.
Μα εγώ θαρρώ γεννήθηκα
σαν χθες μέσα στον κόσμο
και τώρα τον αποχαιρετώ
μικρή που είναι η ζήση.
Την φύση την αγνάντευα
μικρό παιδί σαν ήμουν.
Τα χρυσαφένια στάχυα μας
πόση μου δίναν γεύση.
Γεύση ζωής, γεύση χαράς
χαράς κι ευδαιμονίας.-
Ο κάμπος καταπράσινος
ωραία που ναι η φύση.
Για θάνατο δεν γνώριζα
μα ούτε και για γέννα.
Μα πρώτα γι' αυτήν έμαθα
τον θάνατο κατόπιν.
Αυτά τα δυο τα χώριζα
μα τώρα βλέπω είναι ένα.

Από μικρος δασκάλευα
τα όμορφα της φύσης
και σαν σιγά μεγάλωνα
ένιωνα και τον πόνο.
Όχι τον πόνο τον απλό
τον πόνο των ανθρώπων
όταν χωρίζονται ξανά
από την μάνα φύση.
Σκούπισα μύρια δάκρυα
μα το μαντήλι ξένο.
Κανένας πια δεν μπόρεσε
τον πόνο να νικήσει.
Άλλοι τον απαρνήθηκαν
κι άλλοι τροφοδοτούσαν
τον πόνο τον ανίδεο
να σπείρουν στις ψυχές μας.

Από παιδί ξεχώριζα
το γέλιο και το δάκρυ
και τώρα αργά κατάλαβα
πως είναι αδελφωμένα
και πως σφιχταγκαλιάζονται
τον κόσμο να πλανέψουν.
Μόνα τους είναι ανίσχυρα
χωρίς καμιά αξία.
Από το δάκρυ έρχεται
χαρά και ευφορία
κι από το γέλιο δάκρυα
πόνος κι απελπισία.
Η μέρα με το φέγγος της
η νύχτα με τον φόβο.
Όσες φορές τα έζησα
διασκορπισμένα ήταν.
Τώρα τα βλέπω και αυτά
να 'ναι αδελφωμένα
κι από κοινού ν' ακολουθούν
το ένα πίσω τ' άλλο
του χρόνου το περίγραμμα
να γράφουνε στους δείκτες.
Η μέρα διαδέχεται
τη νύχτα κι αυτή πάλι
τη μέρα διαδέχεται
με τα όμορφά της κάλλη.
Όμορφες που 'ναι οι εποχές
όμορφος και ο κόσμος
όμορφες που 'ναι οι νυχτιές
τα θαύματα του κόσμου.
Έτσι παιρνούν οι εποχές
οι μήνες και τα χρόνια.

Και να 'μαι τώρα ξέμπαρκο
καράβι στο λιμάνι
πουλάκι αταξίδευτο
γεμάτο πλούσια γνώση.
Μα τα σκαριά του σάπισαν
κι ο ωκεανός του χάρος.
Στα σπλάχνα θα τον καταπιεί
στα σπλάχνα της ζωής του.
Έτσι είναι κι ο άνθρωπος
κι η γη τον καταπίνει.
Στην γη όπου πολέμησε
όπου έφαγε όπου είπε,
στη γη όπου τη δούλεψε
κι αυτή τ' ανταποδίδει
στα στοργικά τα σπλάχνα της
γλυκά τον αγκαλιάζει.

Είναι βαρύ το μυστικό
στο νόημα του κόσμου
κανείς δεν το κατάλαβε
και ούτε θα το νιώσει.
Συμπορευόμαστε μαζί
η φύση κι οι ανθρώποι
μα κάπου είμαστε εχθροί
και είν' η γη νικήτρα.

Τα ποιήματα της μαμάς ΛουκίαςWhere stories live. Discover now