Δεσμός

20 0 0
                                    

Αχ, πως θα μιλήσω στους γονείς μου! Θα με σκοτώσουν! Αύριο θα είναι όλο και το σόι μου στο σπίτι. Από τη μια αυτό είναι καλό, αλλά από την άλλη δε ξέρω. Ο Δημήτρης ήρθε στο δωμάτιο μου να συζητήσουμε πώς θα το πούμε στο πατέρα μου.            «Μικρή είσαι σίγουρη ότι θέλεις να τον αρραβωνιαστείς;»               «Ναι, θέλω, Δημήτρη και συγγνώμη που σε μπλέκω σε όλο αυτό.»          «Κανένα πρόβλημα! Τον Κωστή τον συμπαθώ και είναι πολύ καλό παιδί. Ξέρω ότι θα σε προσέχει.»                 «Αχ, αλήθεια το λες; Γιατί είμαι πολύ αγχωμένη, επειδή δεν τον ξέρω καθόλου.»             «Ναι, είναι πολύ καλός.» Μετά τη μικρή μας συζήτηση, ο Δημήτρης πήγε για ύπνο. Εμένα, όμως, που να με πάρει ο ύπνος με όλα αυτά. Οι ώρες για πρώτη φορά πέρασαν αστραπή. Ούτε που θυμάμαι αν κοιμήθηκα καθόλου. Είχα τόσες σκέψεις μέσα στο κεφάλι μου, που νόμιζα ότι ακόμα και τα όνειρα μου ήταν οι σκέψεις μου σε εικονική πραγματικότητα.
Κατά τις έξι άκουσα τον πατέρα μου να πηγαίνει στην κουζίνα.              «Θείε!! Καλημέρα!!» Ακούγεται από τον διάδρομο ο Δημήτρης.    «Καλημέρα γιε μου. Πώς και ξύπνησες τόσο πρωί;»        «Μπορώ να σου μιλήσω; Ας πιούμε μαζί καφέ.»            «Τι έγινε μικρέ; Τι σε απασχολεί;»        «Θα τα πούμε όλα στον καφέ. Τίποτα το κακό. Το αντίθετο έχω να σου πω, χαρούμενα πράγματα.»  Έπειτα άκουσα τα βήματά τους να κατευθύνονται προς την κουζίνα. Ντύθηκα γρήγορα για να πάω και εγώ μαζί τους. Δε θα άφηνα τον Δημήτρη να βγάλει μόνος του το φίδι από την τρύπα. Σταμάτησα έξω από την κουζίνα. ¨Θάρρος Μαριάννα , θάρρος!¨ εμψύχωσα τον εαυτό μου. Χτυπώ την πόρτα.         «Έλα μέσα μικρή!» Λέει ήρεμα ο πατέρας μου. Μπαίνω και είμαι έτοιμη να σωριαστώ κάτω από το άγχος.       «Καλημέρα πατέρα, καλημέρα Δημήτρη.»       «Καλημέρα !» Μου απαντάει ο Δημήτρης. Ο πατέρας μου ούτε που μπήκε στον κόπο. Κάθομαι δίπλα του.         «Πατέρα, θες να σου κάνω κάτι να φας;» Λέω για να τον καλοπιάσω.               «Δεν νομίζω πως ξύπνησες τόσο νωρίς από τον καημό σου ,για το τι θα φάω εγώ.»         «Ναι. Κοίτα μπαμπά. Γνώρισα κάποιον , που είναι πολύ καλό παιδί και είναι φίλος του Δημήτρη και φυσικά δε φταίει σε τίποτα ο Δημήτρης. Να, μπαμπά, τον ερωτεύτηκα και εκείνος το ίδιο. Το θετικό είναι ότι είναι παλαιών αρχών και θέλει να λογοδοθούμε , για να περπατάτε και οι δυο με ψηλά το κεφάλι στο χωριό. Είναι πολύ καλό παιδί , θα σου αρέσει το ξέρω και η οικογένειά του είναι…»                «Ξέρω την οικογένειά του Μαριάννα και δεν είναι αυτό το πρόβλημά μου. Είσαι μόνο δεκαεφτά κόρη μου . Θέλω να τελειώσεις το σχολείο.»                 «Μα μπαμπά , δε θα παντρευτούμε τώρα. Θα τελειώσω το σχολείο. Έπειτα , εκείνος μου είπε ότι θα κάνουμε το γάμο όποτε θέλω.» Του χάιδεψα το χέρι.             «Καλά, Μαριάννα, ας γίνει έτσι. Αλλά το νου σου.» Τον πήρα μια σφιχτή αγκαλιά και μετά αγκάλιασα και τον ξάδερφό μου. Έτσι και έγινε, λοιπόν. Μόλις ξύπνησαν όλοι τους είπαμε τα νέα. Η μητέρα μου και η γιαγιά μου ήταν έτοιμες να λιποθυμήσουν, αλλά μπροστά στον πατέρα μου δεν τους έπαιρνε.
Το απόγευμα ήρθαν ο Κωστής με την οικογένειά του. Όλοι μαζί. Νομίζω ότι θα αποκτήσω πρόβλημα με την καρδιά μου. Αφού συνεχώς την άκουγα στα αφτιά μου. Λες και έτρεχα μαραθώνιο. Όλα πήγαν κατ’ευχήν. Οι μπαμπάδες μας έδωσαν τα χέρια και για το καλό φώναξαν και έναν λυράρη γείτονα να παίξει μουσική. Όλους τους συμπάθησα , εκτός από τη μητέρα του. Πολύ ψυχρός άνθρωπος. Κάποια στιγμή με πλησιάζει η θεία μου και μου λέει στο αυτί:            «Μικρή, η πεθερά σου δε χαίρεται που της παίρνεις το γιο της! Ας ελπίσουμε να το χωνέψει.» Εγώ απλά αναστέναξα. Ήμουν δεκαεφτά και αρραβωνιασμένη, λοιπόν. Τώρα θα είχα πολλά να πω στις φίλες μου όταν γυρνούσα στο σχολείο. Άσε που, από αύριο, θα το ήξεραν όλοι στον Αλικιανό αλλά και στο Βατόλακο. Έτσι, λοιπόν, πέρασαν δυο χρόνια. Ήμουν πολύ ευτυχισμένη με τον Κωστή. Δε θα μπορούσα να βρω πιο καλό και όμορφο άντρα από αυτόν. Η πεθερά μου, δυστυχώς, δεν έχανε ευκαιρία να μου δυσκολέψει τη ζωή. Αλλά εκείνος, ευτυχώς, την έβαζε, συνεχώς, στη θέση της. Ο πεθερός μου ένας άγιος άνθρωπος. Πολύ φιλότιμος και χαίρομαι που ο Κωστής του είχε μοιάσει .
Μόλις τελείωσα το σχολείο, η πεθερά μου βάλθηκε να μας παντρέψει. Εγώ όμως είχα όνειρα να μπω σε μια σχολή μαγειρικής. Φυσικά ο Κωστής δε μου χάλασε το χατίρι, αφού, ούτως ή άλλως, ήταν μόνο για δυο χρόνια. Όλα πήγαιναν τέλεια. Σε μια βόλτα μας με τον Κωστή πιάσαμε μια συζήτηση περί έρωτα. Με είχαν πρήξει οι φίλες μου. Ως τότε δεν είχαμε κάνει τίποτα εκτός από φίλια, αγκαλιές και τέτοια. Δεν ήταν ότι δεν ήθελα , αλλά η ντροπή μου ήταν μεγαλύτερη από τη θέληση μου και ο Κωστής το σεβόταν αυτό.                 «Για πες μου λοιπόν! Είχες πολλές κοπέλες πριν από εμένα;» Τον ρωτάω πειραχτικά καθώς κάναμε βόλτα στην παραλία.           «Μμμμ να σκεφτώ!» απαντάει και με τραβάει κοντά του.                 «Για να είμαι ειλικρινής , ποτέ καμία άλλη δε μου τράβηξε το ενδιαφέρον, εκτός από αυτήν την όμορφη γαλανομάτα που αρραβωνιάστηκα! Αλλά πριν από αυτήν είχα μια άλλη κοπελιά.»         «Μάλιστα! Και με αυτήν την κοπελιά ήσασταν αρραβωνιασμένοι;»               «Όχι! Απλώς περνούσαμε καλά!»        «Τι εννοείς απλώς περνούσατε καλά;»         «Μμμμ, να, καταλαβαίνεις τώρα.» Είπε και έσκυψε το κεφάλι.             «Δηλαδή κάνατε….; Και πως δεν την αρραβωνιάστηκες;»            «Κοίτα, Μαριάννα, είσαι μικρή για αυτό και σου φαίνεται περίεργο. Οι γονείς σου σε έχουν μεγαλώσει με άλλες αρχές. Απλά μου άρεσε, δεν ένιωθα κάτι παραπάνω. Ήμασταν μαζί για κάποιο καιρό και περνούσαμε καλά, πάντα με την συγκατάθεση της έτσι; Δε θα έκανα ποτέ κάτι που δεν ήθελε. Εσύ είσαι κάτι το διαφορετικό, νιώθω συναισθήματα. Με μάγεψες πρώτα με την εξωτερική ομορφιά σου και μετά με την εσωτερική. Δε θέλω να περάσω απλά την ώρα μου. Θέλω να είμαι μαζί σου, να περάσω το υπόλοιπο της ζωής μου μαζί σου.»  «Και με εμένα γι’ αυτό δεν …. Καταλαβαίνεις! Επειδή με σέβεσαι; Γιατί δεν είναι ότι δεν θέλω , απλά δεν ξέρω και ντρέπομαι.» Είπα και έκρυψα το πρόσωπο μου με το χέρι του. «Θέλω να είσαι έτοιμη και δε θα σε πιέσω. Όσο κι αν βράζω ολόκληρος κάθε φορά που σε βλέπω, σε ακουμπώ ή σε φιλώ. Μόλις νιώσεις έτοιμη δε θα χρειάζεται να ξέρεις. Θα ήμαστε μαζί.» Μου δίνει ένα φιλί στο στόμα και εγώ κούνησα καταφατικά το κεφάλι μου.
Για μέρες ολόκληρες αυτή η σκέψη μου έτρωγε το μυαλό. Κι αν τον χάσω επειδή δεν κάνουμε κάτι; Και αν δεν είμαι ποτέ έτοιμη; Πόσο καιρό θα περιμένει; Είμαστε μαζί ήδη δυο χρόνια. Οπότε κάποια στιγμή το πήρα απόφαση! Ήταν αρχές Φλεβάρη κι έτσι σκέφτηκα την ημέρα του αγίου Βαλεντίνου να πάμε στο εξοχικό τους μόνοι μας να του μαγειρέψω και…. Ίσως αν όλα πάν καλά να… ωχ! Μόνο στη σκέψη ντρέπομαι! Πώς θα κάνω κάτι τέτοιο;! Έτσι κι έγινε λοιπόν. Ο Κωστής ήταν πολύ χαρούμενος. Πρώτη φορά θα μέναμε μαζί τη νύχτα. Τι δεν έταξα στον πατέρα μου για να το καταφέρω αυτό. Εκείνος έφτιαχνε έξω στην αυλή ένα παγκάκι ξύλινο που είχε χαλάσει από τον καιρό και εγώ μαγείρευα μέσα. Του έφτιαξα μοσχαρίσιο φιλέτο με ρύζι και ψητά λαχανικά, μια υπέροχη σαλάτα με αποξηραμένα φρούτα , και τσιζ-κέικ για γλυκό. Πόσο λατρεύω να μαγειρεύω. Σκεφτόμουν πως κάπως έτσι θα είναι όταν θα παντρευτούμε. Ονειρευόμουν εκείνον να είναι στη δουλειά και εγώ να του μαγειρεύω. Έστρωσα το τραπέζι και τον φώναξα μέσα. Αφού φάγαμε, μάζεψα τα πιάτα και πήγαμε στο σαλόνι να φάμε το γλυκό και να δούμε ταινία. Τα χέρια μου είχαν ιδρώσει, όπως κάθε φορά που με ακουμπούσε. Μόλις τελείωσε το γλυκό του γύρισα το κεφάλι του προς το μέρος μου και άρχισα ένα παθιασμένο φιλί. Εκείνος το δέχτηκε ευλαβικά και με έφερε ακόμα πιο κοντά του.             «Είσαι σίγουρος ότι δε θα έχουμε καμία επίσκεψη από τους δικούς σου;»                «Δεν θα τολμήσει κανείς να έρθει!» Του χαμογέλασα, γιατί ήξερα ότι έλεγε τη μητέρα του. «Θα με καθοδηγήσεις;» Του λέω και ξεκουμπώνω ένα κουμπί από το πουκάμισο μου.     «Το θες πραγματικά;»                 «Ναι! Εσύ όχι;» του λέω και τότε εκείνος με παίρνει στα χέρια του και με πάει στο δωμάτιο. Έπειτα όλα κύλησαν τόσο όμορφα και ομαλά που ακόμα και ο λιγοστός πόνος που ένιωσα μού ήταν ευχάριστος.
Έκτοτε το εξοχικό είχε γίνει το σπίτι μας και εμείς ακόμα πιο δεμένοι. Μέχρι που μια μέρα λιποθύμησα στη σχολή. Με μετέφεραν στο νοσοκομείο. Για καλή μου τύχη η καλύτερή μου φίλη πήρε τον Κωστή τηλέφωνο και όχι τους γονείς μου. Εκείνος ήρθε αμέσως , ήταν χλωμός από το φόβο. Του είπαν ότι όλα ήταν καλά. Εγώ είχα συνέλθει, αλλά κανείς γιατρός δε με είχε ενημερώσει για την κατάσταση.            «Τι έχεις Μαριάννα; Τι συνέβη;»                  «Δε ξέρω , απλά έχασα τις αισθήσεις μου. Μάλλον, δεν έφαγα καλά η κρύωσα. Ακόμα δεν έχει έρθει ο γιατρός να μου πει κάτι. Μου έβαλαν αυτό τον ορό. Η φίλη μου χαζογελούσε και μας κοίταζε.      «Θα πάω να φωνάξω έναν γιατρό να μας ενημερώσει.» Βγαίνει λοιπόν έξω και γυρνάει με έναν γιατρό και βουρκωμένος .       «Τι έχω και κλαις;» Του λέω και αρχίζω να τρέμω. Τότε παίρνει θέση η γιατρός και αρχίζει να μου εξηγεί.           «Δεσποινίς Μαριάννα , σας κάναμε μια σειρά εξετάσεων για να δούμε γιατί λιποθυμήσατε και καταλήξαμε σε ένα ευχάριστο γεγονός. Είστε έγκυος!»               «Τι;» Λέω και πιάνω το κεφάλι μου.              «Είστε έγκυος. Συγχαρητήρια! Βέβαια υπάρχει μια επιπλοκή.»         «Τι είδους επιπλοκή;»              «Έχετε μια μικρή αποκόλληση και για αυτό υπήρξε μια μικρή αιμορραγία. Θα χρειαστεί να σας κρατήσουμε μέχρι να σταθεροποιηθεί η κατάσταση.» Εγώ βάζω τα κλάματα. Δεν ήξερα τι να διαχειριστώ πρώτα το ότι είμαι έγκυος ή το ότι χάνω το παιδί μου;               «Σας ευχαριστούμε γιατρέ, θα της μιλήσω εγώ, της ήρθαν μαζεμένα!» Λέει ο Κωστής και ζητάει από τη φίλη μου να βγει και αυτή έξω για λίγο.          «Μαριάννα μου ηρέμησε, σε παρακαλώ, δεν μπορώ να σε βλέπω έτσι. Όλα θα πάνε καλά, τι πιο όμορφο από το να γίνουμε γονείς; Αν προσέξουμε όλα θα πάνε καλά.»           «Κωστή, καταλαβαίνεις ότι όταν το μάθει ο πατέρας μου θα με σκοτώσει;»                  «Δε θα σου κάνει απολύτως τίποτα, ειδικά στην κατάσταση που είσαι.»            «Κωστή του το υποσχέθηκα! Πρώτα θα τελείωνα τη σχολή μου.» «Ε, να την τελειώσεις! Αυτό δε θα σε εμποδίσει! Άλλωστε δεν έχεις ανάγκη να δουλεύεις.»                   «Δεν είναι όλα θέμα χρημάτων, θέλω να έχω ένα χαρτί στα χέρια μου.»                 «Όλα μια χαρά θα πάνε , θα του μιλήσω εγώ. Αμέσως κιόλας. Εσύ κοίτα να ξεκουραστείς, για το μικρό μας σπόρο!» Μου λέει και χαϊδεύει την κοιλιά μου. Του πιάνω το χέρι και προσπαθώ να χαμογελάσω, ούτως ή άλλως δεν μπορώ να κάνω τίποτα άλλο. Ο Κωστής φεύγει και γυρνάει με τους γονείς και τα πεθερικά μου. Τέλεια… Διπλή χαρά για εμένα… Σκύβει να με φιλήσει, μετά τους γονείς μου, και του λέω στο αυτί:                  «Δε μου έφερνες καλύτερα δηλητήριο να πιώ; Διπλή χαρά!» Εκείνον τον πιάνουν τα γέλια. Κανείς δεν είπε λέξη. Η μάνα μου είχε ρίξει, μόνο, το κλάμα της ζωής της. Κάποια στιγμή δεν άντεξα και μόλις έφυγαν τα πεθερικά μου, της μίλησα.   «Μαμά, το ξέρω ότι σας απογοήτευσα , αλλά, επιτέλους, δεν αντέχω να σε βλέπω να κλαις σταμάτα!»         «Συγγνώμη παιδί μου, όχι, κοριτσάκι μου, δε μας απογοήτευσες, προς θεού. Απλά, να, είσαι τόσο μικρή, δεν έζησες καθόλου τη ζωή σου. Ένα παιδί είναι ευθύνη, δεν ήθελα να περάσεις τα ίδια με εμένα. Σας λατρεύω, αλλά παντρεύτηκα τόσο μικρή, που δεν έχω να θυμάμαι τίποτα. Αλλά όλα καλά θα πάνε.»       «Τι να σου πω, ρε μαμά, μου έκανες την καρδιά περιβόλι. Κάτσε να δούμε πώς θα είναι το μωρό.»               «Όλα καλά θα πάνε, παιδί μου, δεν είναι τίποτα αυτό. Θα μείνω μαζί σου το βράδυ.» Λες και μπορούσα να κοιμηθώ. Ο Κωστής, μουγκός, καθόταν στην καρέκλα, ώσπου τον πήρε ο ύπνος. Η μητέρα μου κοιμόταν στο δίπλα κρεβάτι. Με τόσο κλάμα που έριξε λογικό ήταν να εξαντληθεί.
Κατάφερα να κοιμηθώ γύρω στις τρεις τα ξημερώματα. Όταν ξύπνησα το πρωί, ο Κωστής είχε φύγει και η μητέρα μου μιλούσε έξω από το δωμάτιο με κάποιον. Γύρω στη μία, ο Κωστής επέστρεψε με λουλούδια, ένα τεράστιο αρκούδο και ένα δαχτυλίδι. Χαμογέλασα μόλις τα είδα όλα αυτά.                   «Δεν είναι αυτή η πρόταση γάμου μου.»           «Αλλά;»                «Όλα αυτά είναι για την άλλη γυναίκα της ζωής μου και θέλω να της δώσω μια υπόσχεση.» «Δεν καταλαβαίνω;»            Η μητέρα μου ξαναπλάνταζε στο κλάμα στην άκρη, αλλά υποθέτω από συγκίνηση αυτή τη φορά. Ο Κωστής βγάζει μια κορδέλα από την τσέπη του και τη δένει γύρω από την μέση μου, με ένα φιόγκο που κατέληγε στην κοιλιά μου.          «Υπόσχομαι, λοιπόν, ότι θα αγαπάω και τις δυο σας και είμαι πολύ ευτυχισμένος που θα σας έχω και τις δυο στη ζωή μου. Θα κάνω τα πάντα για εσάς και το ότι ήρθες απροσδόκητα στη ζωή μας δε σημαίνει ότι δε σε θέλαμε, είμαστε πολύ χαρούμενοι.» Χαμογελάω.            «Και πού ξέρεις εσύ ότι είναι κορίτσι;»         «Το νιώθω μέσα μου, εύχομαι να πάρει τα μάτια σου και την ομορφιά σου. Να είναι ίδια εσύ. Για όταν γεράσεις, να τη βλέπω και να σε θυμάμαι νέα!»                   «Είσαι χαζός! Γλυκός χαζός όμως.»               «Σου χρωστώ μια πρόταση γάμου. Μέχρι αύριο θα έχω το χρόνο να προετοιμαστώ.              «Δε χρειάζεται να κάνεις τίποτα.»               «Δηλαδή δε θες να με παντρευτείς; Α, κυρία Αθηνά, δε μας τα λέει καλά η κόρη σου.»    «Δεν είπα κάτι τέτοιο, απλά μου φτάνει αυτό.»          «Εμένα πάλι όχι.»
Όλα περνούσαν τόσο γρήγορα και όμορφα. Παντρευτήκαμε και κάναμε μαζί και τη βάφτιση της κόρης μας. Είχε σωστό προαίσθημα ο Κωστής. Η κόρη μας ήταν ίδια εγώ, όχι να το παινευτώ. Ήμασταν τόσο ευτυχισμένοι. Κουρασμένοι, αλλά ευτυχισμένοι. Είχαμε τις προστριβές μας σα ζευγάρι , αλλά όλα ήταν στα πλαίσια μια φυσιολογικής ρουτίνας. Τέσσερα χρόνια μετά ήρθε και η άλλη μας κόρη, η μικρή Αθηνά. Τα πράγματα δυσκόλεψαν ακόμα πιο πολύ. Τα παιδιά με κρατούσαν απασχολημένη όλη την μέρα, είχα γίνει κάπως νευρική από την κούραση. Πολλές φορές μου έλειπε να δουλέψω, να συναναστραφώ με κόσμο. Μια μέρα και ενώ είχαμε μια τέτοια συζήτηση πιο νωρίς με μια μητέρα που είχε έρθει σπίτι για καφέ, για να παίξουν οι κόρες μας, μου μπήκαν ιδέες να πιάσω δουλειά κάπου, ακόμα και στην εταιρία του Κωστή. Όταν ήρθε λοιπόν το βράδυ, του το έριξα καθώς τρώγαμε βραδινό.











Αναπάντεχη ελπίδαWhere stories live. Discover now