Ποτέ δε ξέρεις τι θα συμβεί στη ζωή, άνθρωποι έρχονται και φεύγουν συνεχώς. Όλοι κάτι αφήνουν πίσω τους. Παντρεύτηκα σχετικά μικρή για την εποχή μου. Άτιμος ο έρωτας! Σου παίρνει εντελώς τα μυαλά και αν ζεις στη Κρήτη, και έχεις και τους γονείς που έχω, δεν έχεις και πολλές επιλογές.
Ήταν Πάσχα του 2008, η άνοιξη είχε μπει για τα καλά. Στο σπίτι γινόταν χαμός! Ένας στρατός από γυναίκες ετοιμαζόταν για τις γιορτινές μέρες . Γιαγιάδες , θείες , γειτόνισσες είχαν επιστρατευτεί για να είναι όλα τέλεια για τις μεγάλες μέρες. Μια ολόκληρη εβδομάδα δεν μπορούσαμε να κοιμηθούμε με την αδερφή μου, από τον τόσο θόρυβο που έκαναν. Περιμέναμε πώς και πώς να έρθουν οι μέρες των διακοπών , μπας και κοιμηθούμε λίγο, αλλά τζάμπα τα όνειρα που κάναμε. Με παρηγορούσε ότι τουλάχιστον θα τρώγαμε καλά!!
Σήμερα θα έρχονταν τα ξαδέρφια μου από το Ηράκλειο για να κάνουν μαζί μας Πάσχα. Πόση χαρά είχα!! Ο Δημήτρης και η Μαρία, παιδιά της αδερφής της μάνας μου ,της θείας Κατίνας. Όποτε έρχονταν στο χωριό περνούσα τέλεια, γιατί ο Δημήτρης ήταν η αδυναμία του πατέρα μου και μας άφηνε να βγούμε το βράδυ από το σπίτι μαζί του. Οπότε καταλαβαίνετε για πόση χαρά μιλάμε!! Τη δεύτερη κιόλας μέρα που ήρθαν ο Δημήτρης δε μας χάλασε το χατίρι, γιατί ήταν Σάββατο και εννοείται πως ήθελε και αυτός να βγει. Έλεγε ότι τα κορίτσια του χωριού ήταν πολύ ευκολόπιστα! Αυτό με έθιγε κάπως , αλλά έχε χάρη που με βόλευε στην προκειμένη περίπτωση.
Όλο το απόγευμα, λοιπόν, με τα κορίτσια ετοιμαζόμασταν για το βράδυ. «Είσαι τυχερή, Μαρία, που έχεις μεγάλο αδελφό. Σε ζηλεύω τόσο πολύ!» , μουρμούρισε η αδερφή μου καθώς βάφονταν με τη Μαρία. Εκείνη την ώρα ήμουν στο μπάνιο και νόμιζε πως δεν την άκουγα. Λες και εγώ δε θα ήθελα να έχω αδερφό. Δυστυχώς, στο νησί μου το να έχεις αδερφό είναι προνόμιο, και δη μεγάλο. Με την αδερφή μου έχουμε περίπου δεκατρείς μήνες διαφορά και θα μας έλεγες δίδυμες, με μόνες διαφορές τα μαλλιά μας και λίγο το ύψος μας. Εγώ έχω ίσια κατάμαυρα μαλλιά και μπλε μάτια ενώ εκείνη έχει ίσια ξανθά μαλλιά και μπλε μάτια.
Εάν μπορούσα να περιγράψω με μια λέξη τη σχέση μας θα έλεγα ¨ηφαίστειο¨! Δηλαδή με πολλές εξάρσεις και λίγες υφέσεις . Προσπερνώ, λοιπόν, το σχόλιό της και κάνω σαν να μην το άκουσα ενώ έβγαινα από το μπάνιο. Αφού, λοιπόν, ετοιμαστήκαμε , φάγαμε όλοι μαζί, περάσαμε από τον έλεγχο του πατέρα μου για τυχόν απρεπές ντύσιμο και φύγαμε από το σπίτι. Θα πηγαίναμε σε ένα καφέ-μπαρ που σύχναζαν οι περισσότεροι συμμαθητές μας. Το ¨Κυανό¨! Φυσικά είχαμε συνεννοηθεί πριν φτάσουμε εκεί ότι εμείς θα καθόμασταν με τις φίλες μας και ο Δημήτρης με τη δική του παρέα. Μπαίνουμε, λοιπόν, μέσα και αρχίζουμε να κάνουμε σαν τις παλαβές από χαρά , με τις φίλες μας, αγκαλιάζοντας η μια την άλλη επειδή επιτέλους βγήκαμε και ήμασταν όλες μαζί. Κοσμοϊστορικό γεγονός! Οι ώρες περνούσαν χωρίς να το καταλάβουμε. Εκεί προς το τέλος το κέφι είχε ανάψει και χορέψαμε και ένα τσιφτετέλι, μέχρι που ήρθε ο ξάδερφός μου και μας μάζεψε. «Φτάνει κορίτσια , συμμαζευτείτε! Αν το μάθει ο πατέρας σας την βάψαμε. Ελάτε να κάτσετε μαζί μου λίγο στο τραπέζι και φεύγουμε.»
Ο Δημήτρης ήταν δεκαεννιά χρονών και είχε αρκετούς φίλους στο χωριό γιατί ήταν εφτά χρονών όταν μετακόμισαν στην πόλη. Φυσικά, τα καλοκαίρια τον έστελναν οι δικοί του διακοπές στο χωριό, στη γιαγιά μας. Ήταν πέντε αγόρια ακόμα στην παρέα του. Τους δυο τους ήξερα γιατί ήταν από την γειτονιά μας. Οι άλλοι τρεις ήταν ένα χρόνο μεγαλύτεροι, οπότε δεν τους είχα ξαναδεί. Ένας από αυτούς τους μεγαλύτερους , θα έλεγα ο πιο όμορφος, με κοιτούσε συνέχεια. Μέχρι που κάποια στιγμή άρχισα να νιώθω αμήχανα. Φυσικά, το είχε προσέξει και η Μαρία που ήταν γάτα σε αυτά. «Μαριάννα αυτός σε κοιτάει επίμονα τόση ώρα. Νομίζω ότι του αρέσεις πολύ!» «Τι λες βρε τρελή;; Αυτός με περνάει τρία χρόνια. Με εμένα θα κάθετε να ασχολείται;» «Πάντως δεν είναι κακός!» Πετάχτηκε η, έξυπνη, αδερφή μου. «Ελένη κόψτε τις χαζομάρες μη μας πάρει πρέφα ο Δημήτρης και θυμώσει. Δεν πρόκειται να ξαναβγούμε μετά!» Συμφώνησαν και οι δυο κουνώντας το κεφάλι τους.
Κάτσαμε μια ώρα περίπου ακόμα και εγώ δε γύριζα από τη μεριά του να κοιτάξω, αν και ένιωθα το βλέμμα του καρφωμένο πάνω μου. Τα χέρια μου είχαν ιδρώσει και άρχισα να πονάω στο στήθος από το άγχος. Λίγο πριν φύγουμε ήρθε και έκατσε στην καρέκλα ανάμεσα σε εμένα και τον ξάδερφό μου. Δηλαδή δίπλα μου!! Έπαθα εγκεφαλικό! Δε μου έφταναν όλα τα άλλα, άρχισαν να τρέμουν και τα πόδια μου. Συν ότι είχα τις άλλες δυο να με σκουντάνε συνεχώς. Κάποια στιγμή γυρνάει προς το μέρος μου και λέει: «Αυτή είναι, λοιπόν, Δημήτρη η ξαδέρφη σου η Μαριάννα, που όλο μας λες πόσο όμορφα μάτια έχει!» Εκείνος παίρνει ένα θυμωμένο, αλλά συνάμα ειρωνικό ύφος και του λέει: «Ναι, η αλήθεια, έχει πολύ όμορφα μάτια Κωστή, αλλά εγώ ποτέ δε σου ανέφερα κάτι για τη ξαδέρφη μου, πόσο μάλλον για τα μάτια της!» Εγώ είμαι σε φάση να ανοίξει η γη να με καταπιεί! « Σηκωθείτε! Πάμε!» είπε νευριασμένα ο Δημήτρης και φύγαμε κακήν κακώς . Στο δρόμο, καθώς προχωρούσαμε, σταματάει δίπλα μας ένα αγροτικό τέσσερα επί τέσσερα. Είναι ο Κωστής μέσα. Κατεβάζει το παράθυρο. Εγώ έχω παγώσει, αλλά μέσα μου νιώθω τόσο μεγάλη χαρά που θέλω να αρχίσω να τραγουδάω . «Δημήτρη σου ζητώ συγνώμη, για αυτό! Μπορούμε να μιλήσουμε σε παρακαλώ;» Ο ξάδερφος μου μαλακώνει και του γνέφει καταφατικά. Εκείνος βγαίνει έξω και πάνε λίγο πιο εκεί για να μιλήσουν. Μιλάνε ψιθυριστά και δεν μπορούμε να ακούσουμε τι λένε. Έπειτα, μετά από λίγο, δίνουν τα χέρια και έρχονται προς το μέρος μας.
Εκείνος με κοιτάει κατάματα και μου χαμογελάει και εγώ αρχίζω πάλι να νιώθω πόνο στο στήθος. Μόνο που τώρα ζαλίζομαι μαζί. Σκουντώ την αδερφή μου. «Ελένη δεν είμαι καλά!» αναφωνώ και λιποθυμώ στα χέρια της. «Μαριάννα με ακούς; Μαριάννα κοίταξε με! » «Δημήτρη αρχίζει να συνέρχεται.» Άνοιξα δειλά δειλά τα μάτια μου και τι να δω; Ο Κωστής καθόταν δίπλα μου κρατώντας ένα μπουκαλάκι με αιθέρα στο ένα χέρι και στο άλλο κρατούσε το χέρι μου. Η καρδιά μου αρχίζει να χτυπάει δυνατά. Οι υπόλοιποι μαζεύονται γύρω μου. Μόλις βλέπω τον ξάδερφο μου με πιάνουν τα κλάματα! «Δημήτρη συγγνώμη , δε ξέρω τι να πω! Δε θα το ξανακάνω , δεν το ήθελα! Συγγνώμη!» «Μαριάννα είσαι χαζή; Δεν έκανες κάτι κακό , ηρέμησε δε φταις εσύ! Πώς νιώθεις είσαι καλά;» «Ναι! Μόνο λίγο ζαλισμένη! Αν το μάθει ο μπαμπάς θα νομίζει ότι ήπια πολύ, θα με σκοτώσει!» Παραπονιέμαι και ξαναβάζω τα κλάματα. Ο Κωστής μου σφίγγει το χέρι και εγώ το τραβάω απότομα. «Πού είμαστε;» «Στο σπίτι του Κωστή!» «Ακόμα χειρότερα. Τώρα είναι που, αν το μάθει δε θα ξαναδώ τον ήλιο!» «Μαριάννα κανείς δε μας είδε! Ηρέμησε. Γι’ αυτό ήρθαμε εδώ. Πες και ένα ευχαριστώ στον άνθρωπο! Δε μας είχε και καμία υποχρέωση για να το κάνει αυτό!» Με πιάνουν οι τύψεις! Και αφού έχω τη συγκατάθεση του Δημήτρη γυρίζω προς το μέρος του. «Σε ευχαριστώ πολύ. Συγγνώμη για την αναστάτωση.» Εκείνος μου χαμογελάει και εγώ αρχίζω να βλέπω πεταλουδίτσες παντού. «Για αυτά τα μάτια θα έκανα τα πάντα! Με τρόμαξες!» Κοκκινίζω ολόκληρη. «Και εγώ τα ίδια μάτια έχω!» , πετάχτηκε η αδερφή μου. Εκείνος χαμογελάει και σκύβει το κεφάλι του! Εγώ βγάζω φωτιές . Την κοιτάζω νευριασμένα. «Πάμε, πριν αρχίσουν να μας ψάχνουν!» λέει ο Δημήτρης και φέρνει το μπουφάν μου. Το φοράω και πάμε στο αμάξι του Κωστή. Εκείνος μας ανοίγει την πόρτα. Πόσο ευγενικός! Κάθομαι ακριβώς πίσω του. Το στομάχι μου έχει γίνει κόμπος. Τον βλέπω να με ψάχνει από τον καθρέφτη. Και ασυναίσθητα του χαμογελάω. Μας αφήνει έξω από το σπίτι μου και φεύγει. Αυτό ήταν, τον ερωτεύτηκα! Δεν μπορούσα να κοιμηθώ όλη νύχτα. Την επόμενη μέρα ήμουν εντελώς στον κόσμο μου. Ακόμα και τα πικρόχολα σχόλια της αδερφής μου δε με άγγιζαν. Οι μέρες κυλούσαν βασανιστικά. Έκανα βόλτες στο χωριό με τις φίλες μου και ήλπιζα να τον συναντήσω κάπου , όμως μάταια. Δεν μπορούσα και να μιλήσω στο Δημήτρη γιατί φοβόμουν μη θυμώσει μαζί μου. Μετά τον επιτάφιο μου ανακοίνωσε ο ξάδερφός μου ότι θα βγούμε μετά την Ανάσταση! Πέταξα από τη χαρά μου. Μένανε μόνο λίγες ώρες μέχρι να βγούμε και εμένα με ζώνανε τα φίδια. Σκεφτόμουν να μιλήσω στο Δημήτρη, αλλά φοβόμουν μην τα χαλάσω όλα. Έτσι έβαλα τη Μαρία να τον ρωτήσει. «Δε μου λες αδερφούλη μου! Θα είναι όλη σου η παρέα εκεί που θα πάμε;» «Ναι! Θα είναι. Γι’ αυτό σεμνά!» Σκύβω το κεφάλι στο άκουσμα αυτής της φράσης. Ντυνόμαστε για να πάμε στην εκκλησία, λοιπόν, για την Ανάσταση. Πήγαμε στην κεντρική εκκλησία του χωριού, τον Τίμιο Σταυρό.
Μεγάλωσα και ζω στο χωριό Αλικιανό, στα Χανιά, που ανήκει στο δήμο Μουσούρων και βρίσκεται στους πρόποδες του Ομαλού. Είναι πανέμορφα εδώ και είμαι πολύ περήφανη για τον τόπο μου. Φτάνοντας στην εκκλησία, βλέπω παρκαρισμένο το αγροτικό, το οποίο οδηγούσε εκείνη τη νύχτα ο Κωστής. Η καρδιά μου άρχισε να χτυπάει σαν τρελή. Μακάρι να τον έβλεπα! Όλα μέσα μου ήταν πολύ σκόρπια, φοβόμουν ότι απλά με είχε ξεχάσει. Περπατούσαμε μέσα στο πλήθος στο προαύλιο της εκκλησίας και προσπαθούσα να τον βρω κάπου στον κόσμο γύρω μου. Αλλά μάταια! Όλη την υπόλοιπη ώρα καθόμουν και άκουγα προσηλωμένη τη λειτουργία, μπας και ηρεμήσει η καρδιά μου λίγο. Αφού ο πάτερ είπε το ¨Χριστός Ανέστη¨ , ανταλλάξαμε χαιρετισμούς με τους συγγενείς και πήγαμε σπίτι για να φάμε μαγειρίτσα. Εννοείται πως, δεν την άγγιξα. Το στομάχι μου είχε δεθεί κόμπος πάλι. Όχι ότι τη συμπαθούσα ποτέ μου. Πήγαμε λοιπόν στο κλαμπ Senso και απ’ έξω δεν ήταν παρκαρισμένο το αγροτικό. Μου χάλασε ολότελα η διάθεση. Μπήκα μέσα με μισή καρδιά, μα μόλις φτάσαμε στο τραπέζι μας, εκείνος καθόταν εκεί με ακόμα ένα φίλο του και μια κοπελιά δίπλα του. Φούντωσα , άναψαν τα λαμπάκια μου. Τον άχρηστο! Τι περίμενα από έναν μεγαλύτερο η χαζή;; Καθόμαστε και εγώ πάω να κάτσω στην άλλη άκρη του τραπεζιού, όσο πιο μακριά του γίνεται. Εκείνος μου χαμογελάει και με χαιρετάει. Τον αγνοώ παντελώς. «Κοπελιά! Ο Κωστής σε χαιρετάει!», μου ψιθυρίζει στο αυτί η Ελένη. «Ε και; Δεν παρατήρησες ότι συνοδεύεται ;!;» «Και τι με αυτό;» «Ελένη σοβαρέψου, εγώ δεν είμαι από αυτές εντάξει;» «Και γι’ αυτό το λόγο είσαι δεκαεφτά και δεν έχεις αγόρι!» Απαντάει εκείνη ειρωνικά. Της χώνω μια με τον αγκώνα μου και διπλώνει. Την υπόλοιπη ώρα το έπαιξα κυρία, έκανα πως διασκέδαζα, ενώ μέσα μου έβραζα στους χίλιους βαθμούς. Φυσικά η ξαδέρφη και η αδερφή μου μού έλεγαν με κάθε λεπτομέρεια τι κάνει εκείνος. «Μαριάννα δε ξέρω τι γίνεται, αλλά ο Κωστής δεν έχει πάρει τα μάτια του από πάνω σου. Εγώ αν ήμουν κοπέλα του θα του είχα αστράψει χαστούκι!», μου λέει η Μαρία, ενώ χορεύαμε. « Τι να πω , μπορεί να μην την πειράζει. Να είναι βαρύς τύπος.» «Σοβαρά τώρα ; Πώς σου ήρθε αυτό βρε Μαριάννα;» «Ξέρω και εγώ;; Προσπαθώ να βρω μια λύση, πάμε να κάτσουμε στο τραπέζι.» Μόλις επιστρέψαμε στο τραπέζι , εκείνος σηκώθηκε και ήρθε κοντά μου. Πάλι άρχισα να ζαλίζομαι. Ψάχνω τριγύρω τον ξάδερφό μου και τον βλέπω να χαλβαδιάζεται με τη σερβιτόρα στο μπαρ. «Καλησπέρα Μαριάννα , Χριστός Ανέστη!» «Μωρέ ο Χριστός αναστήθηκε, αλλά εσύ σήμερα σταυρώνεις εμένα! », σκέφτηκα. «Αληθώς!» Απαντάω ξερά. «Μαριάννα τι έχεις; Δεν είσαι καλά;» «Μια χαρά είμαι, γιατί το λες αυτό;!;» «Τα μάτια σου δεν χαμογελούν σήμερα!» «Ναι δεν έχω και την καλύτερη διάθεση!» «Ποιος σε πείραξε να τον σκοτώσω;» Τον κοιτάζω κατάματα. «Δε σε καταλαβαίνω!», μου απαντάει απορημένος . Εγώ γνέφω προς τη μεριά της κοπελιάς. «Η αδερφή μου σου είπε κάτι και σε στεναχώρησε;» Και τότε νταν! Τρώω κατραπακιά στο κεφάλι. Μα τι χαζή που είμαι!! Είναι η αδερφή του! Και τώρα τι λένε; Ή ταν ή επί τας ! Θα του πω την αλήθεια κι ας προδοθώ ότι μου αρέσει! «Όχι , όχι δεν μου είπε κάτι. Απλά νόμιζα πως ήταν η κοπέλα σου ˙ και επειδή την προηγούμενη φορά , έδειξες ένα ενδιαφέρον για εμένα που μου δήλωσε ότι σου αρέσω, δηλαδή νόμιζα πως σου αρέσω, εεε, θύμωσα!» Ουφ! Το είπα. Ω, Θεέ, τι ντροπή; Πόσο χαζή είμαι! Σηκώνω το κεφάλι και τον κοιτάω να χαμογελάει. Μα αμέσως αλλάζει ύφος και σοβαρεύει! «Μα τι μου λες τώρα Μαριάννα; Σου φαίνομαι για τέτοιος αλήτης; Εμείς οι Σταυρουλάκηδες δεν είμαστε μαθημένοι να κάνουμε τέτοια!» Είπε με βροντερή φωνή. Έσκυψα το κεφάλι. «Μαριάννα άπαξ κι αν είδα τα καταγάλανα μάτια σου σκλαβώθηκα. Σε ερωτεύτηκα παράφορα και για πάντα. Κι αν έχει τέτοια εντύπωση η κοπελιά που αγαπώ , χειρότερο δεν έχω!» Στο άκουσμα αυτών των λέξεων ντροπιάστηκα τόσο πολύ αλλά συνάμα πέταξα από τη χαρά μου. «Σου ζητώ συγγνώμη, Κωστή, που σκέφτηκα τέτοιο πράγμα για σένα. Με πότισε η ζήλεια. Δεν έχω ξανανιώσει τέτοια συναισθήματα γι’ αυτό και αντέδρασα έτσι!» «Δεχτή η συγγνώμη σου ουρανέ μου. Είναι λογικό, αφού δε με ξέρεις. Σου ζητώ κι εγώ συγγνώμη αν σε αποπήρα. Μα από τώρα κι εμπρός θα σου δείξω ποιός είμαι. Αύριο θα έρθω να σε ζητήσω από τον πατέρα σου. Εάν με θέλεις κι εσύ φυσικά!» Τι; Να με ζητήσει; Από τώρα; Αχ, θα με σκοτώσει ο πατέρας μου. «Φυσικά και σε θέλω Κωστή , απλά είμαι λίγο μικρή. Μήπως λίγο βιαζόμαστε;» «Μαριάννα εγώ το κούτελό μου θέλω να είναι καθαρό , δε θέλω να σε βλέπω στα κρυφά. Θα σε ζητήσω από τους δικούς σου και τον γάμο τον κάνουμε αργότερα όποτε θέλεις εσύ.» Μου απαντάει επιτακτικά και μου χαϊδεύει τα μαλλιά. Εγώ άρχισα να πετάω από τη χαρά μου.
Όλα αυτά βέβαια ήταν κάπως σύντομα, αλλά έτσι γίνεται εδώ. Και μόνο ότι θα τον βλέπω χωρίς να κρύβομαι μου φτάνει. Μετά από λίγο ήρθε πίσω στο τραπέζι ο Δημήτρης και ο Κωστής του είπε να μιλήσει στους γονείς μου για εκείνον και ότι αύριο θα έρθει στο σπίτι με τους γονείς του να με ζητήσει. Ο Δημήτρης ήταν κάπως σοβαρός όσο μιλούσαν, αλλά συμφώνησε. Έπειτα ο Κωστής με γνώρισε στην αδερφή του και τους υπόλοιπους. Στο υπόλοιπο της νύχτας γιορτάζαμε τα αρραβωνιάσματά μας. Ο Κωστής μας γύρισε σπίτι κατά τις τρεις τα ξημερώματα. Πριν χωριστούμε μας άφησαν λίγο μόνους οι υπόλοιποι. Ήμουν αρκετά αγχωμένη με όλα αυτά. «Μην ανησυχείς, Μαριάννα μου! Όλα θα πάνε καλά. Δε θέλω τα μάτια σου να μην μου χαμογελάνε! Εγώ θα είμαι εδώ για σένα.» «Απλά δε ξέρω τίποτα για εσένα και την οικογένειά σου. Τι θα πω στους γονείς μου;» «Η οικογένειά μου είναι αρκετά σεβαστή στα Χανιά. Ο πατέρας μου είναι από τους μεγαλύτερους παραγωγούς και έχουμε μεγάλες εκτάσεις και καλλιεργούμε. Προμηθεύουμε την υπόλοιπη Ελλάδα με ελαιόλαδο , κρασί ,αιθέρια έλαια, αβοκάντο. Οι δουλειές πάνε πολύ καλά. Τη μητέρα μου τη λένε Ιωάννα και τον πατέρα μου Θεμιστοκλή. Έχω άλλα τρία αδέρφια. Δυο αδερφούς μεγαλύτερους από εμένα, τον Μιχάλη, που είναι εικοσιπέντε χρονών και τον Πέτρο που είναι εικοσιτριών χρονών και μια αδερφή, την Αγγελική, που γνώρισες, που είναι δεκαοκτώ. Αυτά για την οικογένειά μου. Όλα τα άλλα θα τα μάθουν από τους ίδιους.» «Εντάξει, Κωστή, σε ευχαριστώ. Ο Θεός βοηθός για αύριο! Θα σε δω τότε λοιπόν. Καληνύχτα.» «Τι;; Έτσι θα φύγεις;; Δε θα μου δώσεις κάτι να πάρω κουράγιο;» «Τι ακριβώς θες;» Απαντάω και σμίγω τα φρύδια μου. Εκείνος μου δείχνει το μάγουλό του, που ήταν κατακόκκινο, όπως φυσικά και τα δικά μου. Του χαμογελάω γλυκά , παίρνω μια ανάσα, κοιτάω αν είναι κάποιος έξω και του σκάω ένα φιλί στο μάγουλο. Η καρδιά μου κόντευε να σκάσει. «Καληνύχτα ουρανέ μου!» Μου αποκρίνεται γλυκά και βάζει μπρος το αμάξι. «Καληνύχτα!» Απαντάω και μπαίνω στην αυλή του σπιτιού μου. Και εκείνος έφυγε.
ESTÁS LEYENDO
Αναπάντεχη ελπίδα
Ficción GeneralΗ Μαριάνα νιώθει τα πρώτα αγγίγματα του πρώτου έρωτα , έπειτα την προδοσία!! Νιώθει ότι η ζωή της έχει σταματήσει σαν ένα παλιό χαλασμένο ρολόι. Όμως όσο κι αν προσπαθούμε να πάμε πίσω το χρόνο η και να το σταματήσουμε , εκείνος θα πηγαίνει αναπόφευ...