Προδοσία

9 0 0
                                    

Η μέρα των γενεθλίων έφτασε. Είχα πάρει άδεια από την δουλειά, για να είμαι όλη μέρα μαζί με την Αθηνά, για να κάνω τα χατίρια της. Σήμερα ήταν η μέρα της. Έπειτα, το μεσημέρι ήρθε και Κωστής να φάμε όλοι μαζί και το βράδυ κάναμε τα γενέθλια υπερπαραγωγή. Μα πόσο ευτυχισμένος νιώθεις όταν βλέπεις το παιδί σου να σου λέει ότι είναι τα καλύτερα γενέθλια και να έχει ένα χαμόγελο μέχρι τα αυτιά. Κατά τη διάρκεια των γενεθλίων παρατηρούσα όση ώρα μπορούσα να μείνω ακίνητη τον Κωστή. Ακόμα δεν ήταν καλά, μα τι στο καλό τον απασχολούσε; Δεν μπορώ να καταλάβω. Μετά τα γενέθλια πήγαμε σπίτι και αφού ανοίξαμε όλα τα δώρα , τα κορίτσια έπεσαν ξερά από την κούραση. Αλλά και εγώ το ίδιο, με πήρε ο ύπνος στον καναπέ. Κάποια στιγμή με ξύπνησε ο Κωστής και πήγα στο κρεβάτι.
Την άλλη μέρα ο Κωστής είχε φύγει πολύ νωρίς από το σπίτι. Δεν τον πρόλαβα, ακόμα κοιμόμουν. ¨Μάλλον θα είχαν καμιά μεγάλη παραγγελία.¨ σκέφτηκα. Αφού πήγα τα κορίτσια στο σχολείο, μαγείρεψα και τακτοποίησα το σπίτι και έφυγα για τη δουλειά. Στο δρόμο κάτι με έπιασε και ήθελα να δω αν ο Κωστής ήταν στην εταιρία και έτσι πέρασα από εκεί. Δε ξέρω για ποιό λόγο, αλλά όλες αυτές τις μέρες η συμπεριφορά του μου φαινόταν κάπως περίεργη. Δε μου φερόταν άσχημα, το άκρως αντίθετο, αλλά δεν ξέρω. Μέσα μου είχα ένα προαίσθημα που δεν έλεγε να αλλάξει. Ήταν εκεί τελικά.      «Καλημέρα ουρανέ μου πώς και από εδώ; Συμβαίνει κάτι στα κορίτσια;»     «Καλημέρα. Όχι, μια χαρά είναι, τις άφησα στο σχολείο. Απλά αποκοιμήθηκα χτες και σήμερα έφυγες πολύ πρωί. Πέρασα να δω τι κάνεις.»    «Ευχαριστώ πολύ κοριτσάκι μου, είμαι μια χαρά.»            «Εμένα δε μου φαίνεσαι και τόσο καλά. Μέρες τώρα σε παρατηρώ και είσαι κάπως. Έγινε τίποτα με τους δικούς σου;»               «Όχι , είμαι μια χαρά σου λέω, τίποτα δεν έχει συμβεί.» Απαντάει νευρικά.          «Εντάξει, δεν είναι ανάγκη να θυμώνεις.»                  «Δε θύμωσα, απλά με ρωτάς συνέχεια και έχει αρχίσει να γίνεται κουραστικό.»     «Συγγνώμη που νοιάζομαι για εσένα λοιπόν! Πρέπει να φύγω.» Λέω ξερά και σηκώνομαι και φεύγω. Δεν το πιστεύω. Δε φτάνει που τον νοιάζομαι, τα ακούω κιόλας. Όλη την υπόλοιπη μέρα ούτε που πήρε τηλέφωνο να μου ζητήσει συγνώμη. Αλλά αν νομίζει ότι θα κάθομαι να ασχολούμαι μαζί του είναι γελασμένος. Με τη δουλειά ξεχάστηκα για λίγο. Μόλις όμως γύρισα σπίτι , όλα ανέβηκαν στην επιφάνεια. Ο Κωστής ήταν ήδη στο σπίτι όταν γύρισα και έπαιζε στο σαλόνι με τις μικρές.            «Καλησπέρα!» είπα και τα κορίτσια πήδηξαν πάνω μου να με αγκαλιάσουν.              «Πώς ήταν η μέρα σας;»             «Καλή, αλλά μαμά, πότε θα έχεις άδεια να είσαι στο σπίτι; Λείπεις πολλές ώρες!» Παραπονιέται η Αθηνά.                «Ναι και με τον μπαμπά δεν μπορούμε να παίξουμε, δεν ξέρει από κοριτσίστικα  παιχνίδια.» Συνεχίζει η Ιωάννα.       «Σε λίγο καιρό θα έχω άδεια και θα κάνουμε πολλά πράγματα μαζί. Σας το υπόσχομαι!» «Καλό θα ήταν να μείωνες τις ώρες της δουλειάς σου ή και να σταματούσες. Τα κορίτσια μεγάλωσαν και σε χρειάζονται στο σπίτι.» Πρόσθεσε στα προηγούμενα ο Κωστής     «Ξέρεις πως έχω αναλάβει το εστιατόριο και είναι κάτι που αγαπάω.»                 «Σου παίρνει χρόνο, όμως, από την οικογένειά σου.»          «Νομίζω ότι αφιερώνω αρκετό χρόνο, σε αντίθεση με εσένα. Θα μπορούσες να ασχοληθείς περισσότερο και εσύ έτσι ώστε να μοιράζεται και στους δυο.»                 «Δεν τη χρειάζεσαι τη δουλειά. Μπορείς να μαγειρεύεις και εδώ.» Μου απαντάει και φεύγει. Το αίμα ανεβαίνει στο κεφάλι μου. Ήρεμα Μαριάννα , σκέψου τα παιδιά.
Έκανα υπομονή ώσπου να κοιμηθούν τα παιδιά. Τι ήταν αυτή η συμπεριφορά δεν καταλαβαίνω. Μόλις, λοιπόν, αποκοιμήθηκαν τα κορίτσια και αφού είχα ψιλοηρεμήσει πήγα στο σαλόνι που καθόταν και έβλεπε τηλεόραση.                      «Μπορούμε να μιλήσουμε σαν πολιτισμένοι άνθρωποι;»             «Και τι να πούμε;»                      «Δε ξέρω! Ίσως γιατί έχεις τόσα νεύρα; Ή τι σου έκανα και μου συμπεριφέρεσαι έτσι;»        «Τι μου έκανες Μαριάννα; Τίποτα. Απλά μάλλον έχεις ξεχάσει ότι έχεις οικογένεια.»         «Εγώ το έχω ξεχάσει; Εγώ που, παρά το ότι δουλεύω, τρέχω για όλα. Να είναι το σπίτι στην εντέλεια, το φαγητό, τα παιδιά, οι λογαριασμοί. Πες μου, πότε ασχολήθηκες εσύ με όλα αυτά; Ποτέ. Και έρχεσαι τώρα εδώ να μου κάνεις και κήρυγμα από το πουθενά.»          «Ξέρεις και εγώ δουλεύω και η δική μου δουλειά δεν είναι να μαγειρεύω. Επίσης να μου το έλεγες, αν ήθελες βοήθεια και κανείς δε σε υποχρέωσε να δουλεύεις. Επίσης, ξεχνάς ότι έχεις και άντρα και τις μισές μέρες είσαι κουρασμένη, ενώ τις υπόλοιπες άρρωστη. Με τα παιδιά δεν ασχολούμαι γιατί δεν ξέρω πώς να ασχοληθώ. Τι να κάνω για να τους αρέσει.» Αρχίσαμε να φωνάζουμε ο ένας στον άλλο, σαν τα σκυλιά. Μαζεμένα τόσων χρόνων βγήκαν σε μια στιγμή. Μέχρι που τελείωσαν όλα μέσα μας, ή μάλλον μέσα μου. Και έπειτα ξέσπασε καταιγίδα.             «Μαριάννα, είχα κουραστεί. Νόμιζα ότι με αυτό θα ένιωθα καλύτερα. Συγγνώμη. Όλες αυτές τις μέρες είμαι έτσι γιατί με τρώνε οι τύψεις . Εγώ φταίω. Έχεις δίκιο. Οι δικαιολογίες που σέρβιρα στον εαυτό μου δεν ισχύουν. Όμως, σε αγαπάω και είμαι ερωτευμένος μαζί σου. Αυτό που έκανα ήταν μια βλακεία και το μετάνιωσα πικρά.» Στα λόγια αυτά σάστισα , έχασα τη γη κάτω από τα πόδια μου.                  «Μου λες ότι….;» Αποκρίνομαι και με παίρνουν τα κλάματα.                            «Ναι.»                  «Δε θα σε ρωτήσω γιατί. Το άκουσα πριν και μου είναι αρκετό. Μα πόσο χαζή ήμουν;» «Μαριάννα, στο ορκίζομαι, δε σήμαινε κάτι για εμένα, ήταν μόνο μια φορά και πραγματικά δε μου άρεσε. Το μόνο που θέλω είναι να είμαι μαζί σου, μόνο με εσένα. Δε μπορώ να νιώσω με καμιά άλλη έτσι. Σε παρακαλώ, συγχώρεσέ με.»               «Τόσο καιρό με άγγιζες, ενώ είχες πάει με άλλη και μου ζητάς να σε συγχωρέσω; Και εγώ; Όλοι αυτοί οι όρκοι ήταν ψέματα;»                 «Όχι , όχι δεν ήταν. Μαριάννα δε με ακούς; Σ ‘ αγαπάω από την πρώτη στιγμή που σε είδα, δεν ξέρω πώς το έκανα. Θόλωσα . Σιχαίνομαι τον εαυτό μου. Ήταν ό,τι πιο άσχημο έχω νιώσει, επειδή πραγματικά σε αγαπάω.» Με διακόπτει.            «Αν με αγαπούσες και εννοούσες  όλα αυτά που μου έχεις πει δε θα το έκανες. Όλα τελείωσαν πια.»                   «Όχι, σε παρακαλώ, μην το λες αυτό. Τίποτα δεν τελείωσε , σε παρακαλώ συγχώρεσέ με, σκέψου τα παιδιά μας.» Πήρα τα κλειδιά και έφυγα από το σπίτι. Δεν άντεχα να μείνω μαζί του ούτε λεπτό. Η ζωή μου ολόκληρη είχε καταστραφεί.
Πήγα σε μια έρημη παραλία και έκλαιγα ως το πρωί. Κατηγορούσα τον εαυτό μου για ό,τι έγινε. Έλεγα πως η μοίρα με είχε προειδοποιήσει με το συμβάν της συναδέλφου μου, αλλά εγώ είχα κλειστά τα αυτιά. Τι θα κάνω; Και τα κοριτσάκια μου τι παράδειγμα θα έχουν… Σκεφτόμουν όλα αυτά που μου είπε. Λέξη προς λέξη ξανά και ξανά. Δεν έβγαζα νόημα. Το μόνο που ήξερα ήταν ότι τον σιχαινόμουν. Άγγιζα τη γυμνή σάρκα στα χέρια  μου και έφερνα στιγμές που περάσαμε μαζί και σιχαινόμουν ακόμα και τον εαυτό μου. Μέχρι τις πρώτες πρωινές ώρες τα μάτια μου είχαν στερέψει. Κοίταζα τα κύματα της θάλασσας, που ερχόντουσαν και έφευγαν και παρακαλούσα να πάρουν και τον πόνο μου μαζί τους. Τι θα έκανα από εδώ και πέρα; Αχ, εγώ φταίω για όλα , δεν έπρεπε να πιάσω δουλειά, δεν έπρεπε να αφήσω την οικογένεια. Όχι! Φώναξα δυνατά. Δε φταίω εγώ, δεν πρέπει να έχω τύψεις. Έκανα αυτό που αγαπούσα , το άξιζα. Ήμουν καλή σύζυγος και γυναίκα , δε δέχομαι τίποτα από αυτά που είπε . Είναι ένα γουρούνι σαν όλα τα άλλα. Κάποια στιγμή κοίταξα την ώρα, έπρεπε να γυρίσω σπίτι, τα παιδιά θα με αναζητούσαν. Τι θα τους πω; Έβαλα μπροστά το αμάξι και ξεκίνησα για την επιστροφή, προσπαθούσα ξανά και ξανά να βρω μια λύση για τα κορίτσια μου, για εμένα, αλλά μάταια. Δεν υπήρχε καμία. Μου ερχόταν στο μυαλό η κατάσταση της συναδέλφου μου και είχα τρελαθεί. Όχι, έλεγα δυνατά στον εαυτό μου. Δεν το αντέχω. Δεν υπάρχει περίπτωση. Έφτασα στο σπίτι στις εφτά και μισή. Σκούπισα τα δάκρυά μου και προσπάθησα να πάρω κουράγιο βλέποντας τον εαυτό μου στον καθρέφτη του αυτοκινήτου. Βγήκα από το αμάξι παίρνοντας βαθιές αναπνοές. Τελικά κατάφερα να συνέλθω κάπως. Άνοιξα την πόρτα. Εκείνος καθόταν στον καναπέ και μόλις άκουσε την πόρτα πετάχτηκε πάνω.                    «Πού ήσουν; Ανησύχησα.» Τον προσπερνώ και πηγαίνω προς το δωμάτιο της Ιωάννας. Εκείνος πριν ανοίξω την πόρτα με πιάνει από το χέρι και ο θύμος βγαίνει σα χείμαρρος από μέσα μου.                 «Μη με αγγίζεις!»            «Μαριάννα, σε παρακαλώ, άκουσέ με.»                  «Δε θέλω να ακούσω λέξη , φτάνουν όσα άκουσα.» Μπαίνω στο δωμάτιο της μικρής και την ξυπνάω.            «Ιωάννα μου, ξύπνα κοριτσάκι μου, ήρθε η ώρα να πας σχολείο.» Εκείνη νυσταγμένη τεντώνεται και έρχεται και κουλουριάζεται στην αγκαλιά μου. Δαγκώνομαι για να μην κλάψω.              «Άντε, χαρά μου, θα αργήσουμε σήκω.» Συνεχίζω να την παροτρύνω και σκουπίζω ένα δάκρυ που ξέφυγε από τον έλεγχο μου. Ξύπνησα και την Αθηνά και τους έκανα πρωινό να φάνε. Κατάφερα να ξεχαστώ λίγο με τα χαζά  πειράγματα που έκαναν η μια στην άλλη. Μέχρι που εκείνος μπήκε στην κουζίνα. Ο θυμός μου πάλι ήταν προ των πυλών. Αλλά δάγκωνα τα χείλη μου για χάρη των παιδιών. Εκείνος ήταν στην ίδια κατάσταση με εμένα , με πρησμένα μάτια.Πήγα τα παιδιά στο σχολείο και πήγα στη δουλειά . Για καλή μου τύχη δούλευα νωρίς σήμερα, ήταν μέρα που ερχόντουσαν οι προμήθειες της εβδομάδας οπότε έπρεπε να είμαι στο μαγαζί να τις ελέγξω.

Αναπάντεχη ελπίδαOù les histoires vivent. Découvrez maintenant