Όση ώρα δούλευα σκεφτόμουν συνεχώς. Για καλή μου τύχη, η συνάδελφός μου είχε ρεπό σήμερα. Το μόνο που ήξερα ήταν ότι δε θα μπορούσα να ζήσω ξανά μαζί με αυτόν τον άνθρωπο. Ό,τι ένιωθα για εκείνον είχε χαθεί, το πήραν τα κύματα το πρωί στην παραλία. Τι θα έκανα όμως με τα παιδιά; Πώς θα το έλεγα στους γονείς μου; Έπρεπε πρώτα να μιλήσω στον πατέρα μου ˙ ίσως αυτό με βοηθούσε. Κάποια στιγμή κοίταξα το κινητό μου. Είχα σαράντα αναπάντητες από τον Κωστή. Όποτε τον σκεφτόμουν μου ανέβαινε το αίμα στο κεφάλι. Ζήτησα να φύγω λίγο πιο νωρίς από τη δουλειά. Σοφίστηκα για δικαιολογία ότι κάτι δεν πήγαινε καλά με τις τόσες αναπάντητες του Κωστή. Πήγα πρώτα στο σπίτι των γονιών μου. Η μητέρα μου, μόνο που είδε τα μάτια μου, κατάλαβε ότι είχα πλαντάξει στο κλάμα. «Τι έγινε παιδί μου;» Με ρώτησε αγχωμένη. Δεν κρατήθηκα και έβαλα τα κλάματα σκύβοντας στην ποδιά της , όπως όταν ήμουνα μικρή. «Μαμά, ο Κωστής με απάτησε.» «Αλήθεια;; Α, τον άτιμο. Παναγιώτη κατέβα γρήγορα κάτω.» Φώναξε με όλη της τη δύναμη. Ο καημένος, ο πατέρας μου κόντευε να σκοτωθεί στη σκάλα από τη λαχτάρα του. Βλέπει εμένα βουρκωμένη, πρώτη φορά μετά από τόσα χρόνια. «Τι συμβαίνει παιδί μου;» και πριν καν προλάβω να βγάλω μιλιά ξεκινάει η μάνα μου. «Ο αχαΐρευτος, ο Κωστής, απάτησε το κοριτσάκι μας. Πού θα ξαναβρεί βρε τέτοιο κορίτσι; Ανάθεμά τον.» «Μαριάννα, αλήθεια λέει η μάνα σου;» Εγώ κουνάω το κεφάλι μου καταφατικά. «Α, τον κοπρίτη. Τζάμπα τους όρκους που έδωσε, θα τον σκοτώσω. Θα πάρω το τουφέκι και θα πάω να του τινάξω τα μυαλά στον αέρα.» «Αυτή η σκύλα η μανά του φταίει. Από την αρχή δε μας συμπάθησε.» Συμπληρώνει η μάνα μου. Εγώ έσκασα στο κλάμα. Κάποια στιγμή λέω στον πατέρα μου: «Πατέρα και τώρα τι θα κάνω; Τα παιδιά μου σκέφτομαι. Πώς θα τους πω κάτι τέτοιο;» «Παιδί μου , θυγατέρα μου γλυκιά. Πρέπει να το σκεφτείς καλά. Γι’ αυτόν το βλάκα ποσώς μας ενδιαφέρει, αλλά τα παιδιά σου. Πρέπει να τα προσέχεις αυτά έχουν μόνο αξία. Πάρε την απόφασή σου και εγώ θα είμαι δίπλα σου να σε στηρίξω.» «Θα τον χωρίσω πατέρα. Δεν αντέχω κοντά του. Ο θυμός με πνίγει.» «Ό,τι θες εσύ παιδί μου. Να τον διώξεις από το σπίτι λοιπόν. Να σκορπιστεί να πάει στη μάνα του.» «Πρέπει να σκεφτώ λίγο ακόμα πώς θα το φέρω στα παιδιά.»
Έκατσα εκεί μια ώρα περίπου και έπειτα πήγα σπίτι. Ο Κωστής θα’χει πάρει τα παιδιά από τη μάνα του. Λογικά… Όταν γύρισα σπίτι το αμάξι του ήταν παρκαρισμένο έξω. Άρχισε πάλι να με κυριεύει ο θυμός. Ξεκίνησε να με πονάει και το στήθος μου από το άγχος. ¨Συγκρατήσου !¨ Έλεγα στον εαυτό μου. Μπήκα στο σπίτι. Τα κορίτσια έτρεξαν πάνω μου. «Μαμά τι έπαθαν τα μάτια σου; Είσαι άρρωστη;» Με ρώτησε η Ιωάννα. «Ναι, λιγάκι. Μάλλον την άρπαξα.» «Θέλεις να μας ετοιμάσω για ύπνο;» Αχ, το κοριτσάκι μου μεγάλωσε και θέλει να με βοηθήσει. «Όχι, γλυκιά μου καλά είμαι. Θα σας κάνω ένα μπανάκι, να σας δω και λιγάκι και μετά θα πάτε για ύπνο. Είναι αργά.» Ξαφνικά εμφανίζεται εκείνος. Τον κοιτάω και νιώθω να με διαπερνά ρεύμα σε όλο μου το κορμί. «Αν θες, μπορώ να τις κάνω και εγώ μπάνιο.» μου λέει. Πού ήταν αυτό το θαύμα;!; Ακόμα και οι μικρές ξαφνιάστηκαν. «Όχι, εγώ θα τις κάνω.» Απαντάω ξερά. Έκανα όσο πιο αργά μπορούσα το μπάνιο τους και μετά τους διάβασα και παραμύθι. Έκατσα στο δωμάτιο μέχρι να κοιμηθούν. Όταν βγήκα πια από το δωμάτιο κατευθύνθηκα στο δωμάτιο, το δικό μου, για να πάρω ρούχα. Εκείνος με ακολούθησε. «Μαριάννα , μπορούμε να μιλήσουμε σε παρακαλώ;» Πάλι έγινα πυρ και μανία. Αλλά το σώμα μου ήταν εξαντλημένο, δε συνεργαζόταν με τη ψυχή μου. «Σε ακούω.» Του απαντάω και ετοιμάζω τα ρούχα μου για να κάνω ντους. «Μαριάννα , σε παρακαλώ συγχώρεσέ με. Στο ορκίζομαι δε θα ξανασυμβεί.» «Πώς μπόρεσες, πες μου; Σου έδωσα όλη μου τη ζωή, ήμουν κοριτσάκι όταν σε γνώρισα. Άφησα τα όνειρά μου σε δεύτερη μοίρα για να είμαι μαζί σου.» «Το ξέρω και το εκτιμώ. Αλήθεια σου λέω, ήταν ένα λάθος που δε θα ξανασυμβεί.» «Το εκτιμάς; Πώς έτσι; Δε μου έδωσες καν την ευκαιρία να μιλήσουμε , τα έκρυβες μέσα σου όλα. Τώρα έγινε το λάθος. Τελειώσαμε Κωστή. Τώρα πρέπει να φερθούμε ώριμα και να σκεφτούμε το μέλλον των παιδιών μας.» «Σε παρακαλώ δώσε μου μια ευκαιρία, στο ορκίζομαι ουρανέ μου μόνο εσένα αγαπώ, μόνο εσένα θέλω. Το καλό των παιδιών μας είναι να είμαστε μαζί.» «Δεν μπορώ το καταλαβαίνεις; Τέλος! Ό,τι είχα για εσένα χάθηκε. Θα μείνεις μαζί μας για λίγες μέρες μέχρι να δούμε πώς θα το φέρουμε στα κορίτσια.» «Θα με χωρίσεις από τα παιδιά; Από εσένα; Πώς θα ζήσω Μαριάννα; Είστε όλη μου η ζωή.» «Δεν είμαστε από ό,τι φάνηκε. Φυσικά και δε θα σε χωρίσω από τα παιδιά σου, απλά δε θέλω να μένουμε μαζί. Τα παιδιά είναι και των δυο μας και θα είμαστε μαζί σαν γονείς, μα σα ζευγάρι όχι, ποτέ ξανά.» «Μαριάννα, σε παρακαλώ, ξανασκέψου το. Αν ήθελα να το συνεχίσω, θα στο έλεγα νομίζεις ; Δεν είμαι τέτοιος, το ξέρεις πολύ καλά αυτό. Την άγγιζα και σκεφτόμουν εσένα, πώς αλλιώς να σου το πω;» «Φτάνει! Δε χρειάζομαι τις ανατριχιαστικές λεπτομέρειες. Κράτα τες για τον εαυτό σου. Όσο για το αν σε ξέρω, φάνηκε πολύ καλά, πως δε σε ξέρω. Θα κοιμηθείς στον καναπέ ή εδώ; Για να ξέρω πού θα πάω.» «Στον καναπέ.» Μου απάντησε και σκούπισε τα μάτια του.
Έβγαλα από τη ντουλάπα ό,τι χρειαζόταν και του τα έβαλα στον καναπέ. Έπειτα, έκανα μπάνιο. Μπήκα μέσα στο νερό και προσπαθούσα να ηρεμήσω την ταραχή που είχα μέσα μου. Κάποια στιγμή τα κατάφερα και άρχισα πια να αναπνέω κανονικά. Φανταζόμουν ότι καθώς κυλούσε το νερό πάνω μου έπαιρνε και όλη τη θλίψη , όλο το θυμό. Τα δάκρυά μου ενώθηκαν μαζί με το νερό. Άρχισαν να μου έρχονται εικόνες από στιγμές που είχαμε ζήσει μαζί. Έσφιξα δυνατά τα μάτια μου για να τις εξαφανίσω. Μέχρι που, κάποια στιγμή, εξαφανίστηκαν όλα. Έφτασα στο σημείο να μη νιώθω. Το νερό εξάγνισε εντελώς το σώμα και την ψυχή μου, και τότε ένιωσα γαλήνη. Μια διαφορετική γαλήνη. Δεν είχα ξανανιώσει έτσι. Δεν κράτησε όμως πολύ. Μόλις πήγα στο δωμάτιο, είδα το άδειο κρεβάτι και η θλίψη με σκέπασε. Ήμουν εξαντλημένη , μα το κρεβάτι μου φαινόταν τόσο μεγάλο χωρίς εκείνον. Πώς μπόρεσε να το κάνει αυτό; Πώς να πιστέψω ότι με αγαπάει; Όλα τελείωσαν. Η ζωή μου τελείωσε. Δέκα ολόκληρα χρόνια έγιναν σκόνη. Προσπαθούσα να τον συγχωρέσω μα μάταια. Πάντα κατέληγα στην ίδια απάντηση. Είχα πεθάνει μέσα μου. Κάποια στιγμή υπέκυψα στην κούραση και αποκοιμήθηκα.
Την επόμενη μέρα τα πράγματα ήταν χειρότερα γιατί έπρεπε να συζητήσω μαζί του για τα παιδιά. Σηκώθηκα από το κρεβάτι έκπληκτη ακούγοντας τις κόρες μου να γελάνε και να τραγουδάνε. Αδύνατον να ξύπνησαν πιο νωρίς από εμένα. Έβαλα τη ρόμπα μου και βγήκα έξω. Ο διάδρομος ως την κουζίνα ήταν στρωμένος με ροδοπέταλα. Το πράγμα γινόταν όλο και πιο παράξενο. Μπαίνω στην κουζίνα και βλέπω τον Κωστή με ποδιά να μαγειρεύει και τα κορίτσια ντυμένα για το σχολείο να τρώνε πρωινό. Σοκ! Ο Κωστής όσα χρόνια είμαστε μαζί με το ζόρι ξέρει να βάλει κατεψυγμένη πίτσα στο φούρνο, αφού του τον ανάψω εγώ. Και τώρα μαγειρεύει κιόλας; «Μαμά σου αρέσουν τα λουλούδια που σου βάλαμε στο διάδρομο; Ήταν του μπαμπά ιδέα. Κοίτα σου φτιάξαμε και πρωινό.» Μου λέει η Αθηνά με μπουκωμένο το στόμα. Δεν ήξερα πώς να αντιδράσω ήταν κάτι πρωτόγνωρο για εμένα. Ήθελα να κλάψω και να γελάσω μαζί , με την ειρωνεία της κατάστασης. «Ναι, είναι πολύ όμορφα αγάπη μου. Σας ευχαριστώ.» Ο Κωστής κοίταξε προς το μέρος μου. Απέφυγα το βλέμμα του. «Σκέφτηκα πως θα είσαι κουρασμένη και ετοίμασα τα κορίτσια για το σχολείο.» Μου είπε. «Ναι και έφτιαξε ωραίο πρωινό. Μπαμπά να το ξανακάνουμε αυτό.» Αποκρίνεται η Ιωάννα. Σιωπή πέφτει στο χώρο. Δεν πήγαινε μπουκιά κάτω και έτσι αρκέστηκα στο να πίνω τον καφέ μου. Μετά από λίγο πήγα να ετοιμαστώ για να πάω τα παιδιά στο σχολείο. «Θα γυρίσω για να συζητήσουμε, μπορείς να πας αργότερα στη δουλειά σήμερα;» Τον ρωτάω και νιώθω το κεφάλι μου ότι κοντεύει να σπάσει από την πίεση. «Μπορώ να μην πάω καθόλου δουλειά σήμερα.» Μου απαντάει με βλέμμα όλο ελπίδα. «Να κάνεις ό,τι θες , εγώ θέλω απλώς να συζητήσουμε για τα παιδιά.» Τα κορίτσια τον φιλάνε και φεύγουμε.
Άφησα τα κορίτσια στο σχολείο και γύρισα στο σπίτι. Πήρα μια βαθιά ανάσα και μπήκα μέσα. Ο Κωστής καθόταν στο σαλόνι. Κατευθύνθηκα στην κουζίνα να πάρω τον καφέ μου και μετά πήγα στο σαλόνι. Έκατσα απέναντι του. Τα πρώτα λεπτά σιωπή υπήρχε παντού. Κάπως έπρεπε να ξεκινήσουμε να μιλάμε. Το μυαλό μου πιεζόταν τόσο πολύ που ένιωθα ότι θα εκραγεί το κεφάλι μου. «Λοιπόν!» Σχεδόν φώναξα και προσπαθώ να ηρεμήσω τον εαυτό μου για να συνεχίσω. «Πώς προτείνεις να τους το πούμε;» «Μαριάννα στο ορκίζομαι , θα αλλάξω. Θα συμμετέχω σε όλα, θα σε βοηθάω. Θα κάνω ό,τι θέλεις, φτάνει να είμαι μαζί σου. Θα τα μοιραζόμαστε όλα, δε θα πηγαίνω πουθενά μόνος μου, αν είναι να με πιστέψεις. Δε θέλω να είμαι μόνος μου. Σε αγαπάω. Αγαπάω αυτό που έχουμε. Στο ορκίζομαι. Δε θέλω να τα τινάξουμε όλα στον αέρα για μια βλακεία. Σε παρακαλώ.» Μου αποκρίθηκε σα χείμαρρος. Και ο θυμός μου στο άκουσμα αυτών των λέξεων μετατράπηκε σε οργή. «Να τα τινάξουμε; Εννοείς να τα τινάξεις! Εγώ δεν έκανα τίποτα. Όλα αυτά τα χρόνια μου μιλούσαν και έβαζα το κεφάλι κάτω από ντροπή, και μόνο στην ιδέα, μην τυχόν φανταστείς ότι σε προδίδω. Και τώρα θα συμμετέχεις σε όλα; Τόσα χρόνια τρέχω για όλα μόνη μου. Έρχομαι κατάκοπη και συνεχίζω στο σπίτι με το χαμόγελο γιατί σ ’αγαπάω και σέβομαι το ότι δε θες να ασχολείσαι, γιατί ο χαρακτήρας σου είναι τέτοιος και τώρα μου λες ότι μπορείς να τα κάνεις όλα; Πώς θα με κάνει αυτό να νιώσω καλά; Πώς μπορώ να είμαι σίγουρη ότι δε μου λες ψέματα ακόμα μια φορά; Πώς θα γιατρέψω αυτήν την πληγή μέσα μου; Νομίζεις ότι με τα λουλούδια και την καλή συμπεριφορά θα εξαφανιστούν όλα από μέσα μου; Ότι θα ξεχάσω;» «Σ ’αγαπάω Μαριάννα. Με την αγάπη μου θα τα καταφέρω όλα.Σου εξήγησα ότι σκεφτόμουν εσένα όταν το έκανα, ήταν μια αδύναμη στιγμή.» «Έχεις σκεφτεί πόσες αδύναμες στιγμές υπήρξαν για εμένα στο γάμο μας; Πόσες φορές ήσουν μια πόρτα κλειστή για εμένα; Κάναμε έρωτα και νόμιζα ότι ήμουν με έναν ξένο , ένιωθα ότι ήμουν ένα πράγμα. Δεν υπήρχαν συναισθήματα. Ξέρεις πόσες φορές έκλαψα κλεισμένη στο μπάνιο; Έλεγα ότι όλα ήταν της φαντασίας μου, ότι δεν έσβησε η φωτιά που είχαμε, ότι έτσι είναι ο γάμος, έχει τα πάνω και τα κάτω του. Νομίζεις ότι μόνο εγώ δεν ήμουν καλά ή ήμουν άρρωστη; Ενώ εσύ με τα προβλήματα στη δουλειά σου ήσουν καλά; Τέλος , δε μπορώ. Γι’ αυτό πες μου πώς θα μιλήσουμε στα παιδιά…»
Εκείνος σοκαρίστηκε. Η αλήθεια όλων αυτών των χρόνων ξεχύθηκε μπροστά του μέσα σε μια στιγμή. Όλα αυτά που έκρυβα μέσα μου βγήκαν με το χειρότερο τρόπο. Δεν έλεγε κουβέντα. Κάποια στιγμή κοίταξα το ρολόι και ήταν ώρα να ετοιμαστώ για τη δουλειά. Σηκώθηκα από την καρέκλα και περνώντας από μπροστά του, εκείνος με αρπάζει και αρχίζει να με φιλάει σφίγγοντάς με. Τον χτυπούσα με τα χέρια μου. Σιχαινόμουν και μόνο που με άγγιζε. Συνειδητοποίησα ότι δεν ήταν η αιτία ότι με απάτησε, αλλά όλη αυτή η καταπίεση που είχα μέσα μου τόσα χρόνια. «Άφησε με!» Του λέω κλαίγοντας και του αστράφτω χαστούκι. Τρέχω και κλειδώνομαι στο δωμάτιο μου. Μετά από λίγο ακούω την κεντρική πόρτα. Έφυγε.
Ο άνεμος μέσα μου κόπασε, όσο ετοιμαζόμουν για την δουλειά. Όταν έφτασα εκεί προσπάθησα να αφήσω τα πάντα έξω από την πόρτα του εστιατορίου. Δεν ήθελα κανείς να μάθει. Δεν ήθελα να επηρεαστεί αυτό που αγαπώ. Τώρα μόνο τη δουλειά μου είχα πια και τα παιδιά μου. Έπρεπε να αφοσιωθώ σε αυτά. Όταν επέστρεψα στο σπίτι ήμουν πιο δυνατή. Ένιωθα ότι ήμουν από σίδερο. Επανδρωμένη, λοιπόν, με δύναμη, εκεί που έπαιζα με τα κορίτσια, το βράδυ, προσπάθησα να τους το πω. Εκείνος έβλεπε τηλεόραση. «Λοιπόν κορίτσια, θα ήθελα να μιλήσουμε για κάτι.» Εκείνος με κάρφωσε με τα μάτια γεμάτα θυμό. Τράφηκα από αυτό και πήρα ακόμα περισσότερη δύναμη. Ήθελα να τον πονέσω. «Η μαμά και ο μπαμπάς συζήτησαν και σκέφτηκαν ότι πια δεν νιώθουν καλά μαζί.» Κόμπιασα και εκείνος έσφιξε τις γροθιές του. «Σκεφτήκαμε ότι, ίσως, θα ήταν καλύτερα να μη μένουμε μαζί για λίγο.» Τότε γυρνά η μεγάλη κόρη μου και μου απαντάει ταραγμένη. «Θα χωρίσετε μαμά; Γιατί;» Βλέποντας τα μάτια της κόρης μου δακρυσμένα , νιώθω τη σιδερένια πανοπλία μου να λιώνει και όλη αυτή τη δύναμη που μου είχε δώσει ο θυμός να καταστρέφεται. Ήμουν πάλι γυμνή και αβοήθητη. Τότε θυμήθηκα ότι μια από τις καλύτερές της φίλες είχε χωρισμένους γονείς, οπότε θα το είχαν συζητήσει. «Όχι, χαρά μου, δε θα χωρίσουμε, απλά λέγαμε ότι ίσως κουραστήκαμε, αλλά μάλλον θα το σκεφτούμε ξανά.» Απάντησα προσπαθώντας να τα μπαλώσω. Ο Κωστής χαλάρωσε τις γροθιές του. Δε συνέχισα τη συζήτηση. Δε θα πλήγωνα ποτέ το παιδί μου. Υποθέτω ότι και η συνάδελφός μου γι’ αυτό είχε γυρίσει πίσω. Αυτό όμως δεν αλλάζει τίποτα , αντίθετα τα πράγματα γινόντουσαν ακόμα χειρότερα. Όταν πια τα παιδιά πήγαν για ύπνο, δεν άργησε να ξεσπάσει θύελλα. Έπλενα τα πιάτα όταν ο Κωστής μπήκε μέσα στην κουζίνα. «Είπαμε ότι θα το συζητούσαμε πρώτα.» Μου πετάει. «Δεν ήσουν διατεθειμένος!» «Ήμουν γαμώτο! Εσύ δεν ήσουν.» «Και δε θα είμαι ποτέ ξανά. Όχι για εσένα. Άκου, Κωστή, τα παιδιά δεν είναι ακόμα έτοιμα να διαχειριστούν κάτι τέτοιο, οπότε προτείνω να μείνουμε στο ίδιο σπίτι. Μόνο για τα παιδιά. Θα είμαστε χωριστά, θα κάνουμε όλες τις απαραίτητες διαδικασίες, αλλά θα μένουμε μαζί. Ωσότου τα παιδιά να είναι έτοιμα. Συμφωνείς;» «Όχι, δε θέλω να χωρίσουμε.» «Θέλω εγώ όμως , και σου ζητάω για μια φορά και τελευταία να σεβαστείς την επιθυμία μου, να σκεφτείς τι θέλω και εγώ μια φορά.» «Εντάξει Μαριάννα! Αφού το θέλεις έτσι. Όμως, δε θα τα παρατήσω. Κατάλαβα πόσο ηλίθια φέρθηκα όλα αυτά τα χρόνια. Και θα στο αποδείξω.» «Μου φτάνει ότι συμφωνείς.» απαντάω και φεύγω από την κουζίνα.
Τα πράγματα έγιναν ακόμα χειρότερα, θα αναγκάζομαι να ζω μαζί του. Δε μπορώ να το πιστέψω. Πόσο στραβά μπορούσαν να μου πάνε όλα; Κάθισα όλη νύχτα και έφτιαξα ένα πλάνο για το πώς θα γινόταν να βλεπόμαστε όσο λιγότερο γινόταν. Και την άλλη μέρα αφού, πάλι, είχε σηκωθεί και ετοιμάσει τα παιδιά για το σχολείο του το έδωσα. Μέρα με τη μέρα με έπνιγε ακόμα πιο πολύ κι ας προσπαθούσε με κάθε τρόπο. Άρχισα και δραστηριότητες μπας και με βοηθούσανε να καταπολεμήσω όλο αυτό που είχα μέσα μου. Και για να μην τον βλέπω. Δυσκολευόμουν να παραδεχτώ στον εαυτό μου ότι το προσπαθούσε πολύ, ασχολούταν με τα παιδιά και δε σταμάτησε να μου δηλώνει ότι με αγαπάει με διάφορους τρόπους. Εγώ, όμως, γιατί τον ένιωθα σαν ένα φίδι που τυλιγόταν, μέρα με τη μέρα, ακόμα πιο πολύ στο λαιμό μου και με έπνιγε;
Αφού είχε περάσει ένας χρόνος, μια μέρα, γυρίζοντας από το τρέξιμο, τον είδα να παίζει με τα παιδιά στην αυλή και κάπως ένιωσα. Ήταν χαρά! Ναι, για πρώτη φορά μετά από ένα χρόνο , ένιωσα κάτι καλό όταν τον είδα. Μπόρεσα να του αναγνωρίσω ότι είχε χτίσει μια υπέροχη σχέση με τα κορίτσια. Δεν πήγαινε πουθενά χωρίς αυτές. Του χαμογέλασα, καθώς μπήκα στη αυλή και τα μάτια του άστραψαν. Την επόμενη μέρα στη δουλειά κοίταζα τους άλλους γύρω μου και ένιωθα ότι όλοι ζουν εκτός από εμένα. Είχα σταματήσει να ζω. Δεν επέτρεπα στον εαυτό μου ούτε να αναπνέει. Τότε άρχισα να σκέφτομαι όλα αυτά που έχουν γίνει , αλλά και όλα αυτά που έχουν αλλάξει. Ίσως άξιζε μια ευκαιρία ακόμα.
YOU ARE READING
Αναπάντεχη ελπίδα
General FictionΗ Μαριάνα νιώθει τα πρώτα αγγίγματα του πρώτου έρωτα , έπειτα την προδοσία!! Νιώθει ότι η ζωή της έχει σταματήσει σαν ένα παλιό χαλασμένο ρολόι. Όμως όσο κι αν προσπαθούμε να πάμε πίσω το χρόνο η και να το σταματήσουμε , εκείνος θα πηγαίνει αναπόφευ...